ἀγωγεύς: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγωγεύς''': έως, ὁ, ἕλκων ἢ σύρων, Ἡρόδ. 2, 175, 3. 2) ὁ [[κατήγορος]] (ἴδε ἄγω, Ι. 4.) Σουΐδ. ΙΙ = [[ῥυτήρ]], [[λωρίον]] τοῦ χαλινοῦ, ἱμὰς αὑτοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 801, Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 2, Ξεν. Ἱπ. 6. 5.
|lstext='''ἀγωγεύς''': έως, ὁ, ἕλκων ἢ σύρων, Ἡρόδ. 2, 175, 3. 2) ὁ [[κατήγορος]] (ἴδε ἄγω, Ι. 4.) Σουΐδ. ΙΙ = [[ῥυτήρ]], [[λωρίον]] τοῦ χαλινοῦ, ἱμὰς αὑτοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 801, Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 2, Ξεν. Ἱπ. 6. 5.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />conducteur, guide.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγωγεύς Medium diacritics: ἀγωγεύς Low diacritics: αγωγεύς Capitals: ΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: agōgeús Transliteration B: agōgeus Transliteration C: agogeys Beta Code: a)gwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A haulier, Hdt.2.175.    2 escort, guide, Milet. 3.152.16 (Methymna, ii B. C.).    3 prosecutor (cf. ἄγω 1.4), Suid.    II leading-rein, leash, S.Fr.974, Stratt.52, X.Eq. 6.5.    III epith. of Zeus, guide, director, Anecd.Stud.1.265.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγωγεύς: έως, ὁ, ἕλκων ἢ σύρων, Ἡρόδ. 2, 175, 3. 2) ὁ κατήγορος (ἴδε ἄγω, Ι. 4.) Σουΐδ. ΙΙ = ῥυτήρ, λωρίον τοῦ χαλινοῦ, ἱμὰς αὑτοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 801, Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 2, Ξεν. Ἱπ. 6. 5.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
conducteur, guide.
Étymologie: ἄγω.