χάσμη: Difference between revisions

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χάσμη''': ἡ, τὸ χασμᾶσθαι, κοινῶς «χασμούρημα», «χασμουρητόν», Ἱππ. Ἀφ. 1260· [[μάλιστα]] [[ἕνεκα]] νυσταγμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πλάτ. Πολ. 503C· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 797, Πλούτ. 2. 45D. 2) τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς ὃ ἀποβλέπει τις χάσκων, μηδ’ εἰς πλοῦτον μηδ’ εἰς ὀ…οῦσαν εὐγένειαν [[μηδὲ]] εἰς [[ἄλλην]] χάσμην μηδεμίαν ἀποβλέπειν Ἀντίπατρος παρὰ Στοβ. 427. 58.
|lstext='''χάσμη''': ἡ, τὸ χασμᾶσθαι, κοινῶς «χασμούρημα», «χασμουρητόν», Ἱππ. Ἀφ. 1260· [[μάλιστα]] [[ἕνεκα]] νυσταγμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πλάτ. Πολ. 503C· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 797, Πλούτ. 2. 45D. 2) τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς ὃ ἀποβλέπει τις χάσκων, μηδ’ εἰς πλοῦτον μηδ’ εἰς ὀ…οῦσαν εὐγένειαν [[μηδὲ]] εἰς [[ἄλλην]] χάσμην μηδεμίαν ἀποβλέπειν Ἀντίπατρος παρὰ Στοβ. 427. 58.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> bâillement;<br /><b>2</b> bouche béante.<br />'''Étymologie:''' [[χαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάσμη Medium diacritics: χάσμη Low diacritics: χάσμη Capitals: ΧΑΣΜΗ
Transliteration A: chásmē Transliteration B: chasmē Transliteration C: chasmi Beta Code: xa/smh

English (LSJ)

ἡ,

   A yawning, gaping, Hp.Aph.7.56; esp. from drowsiness, Id.VM10, Pl.R.503d, etc.: pl., Hp.Art.30, Plu.2.45d.    2 object of idle gaping, gazing-stock, Antip.Stoic.3.254.

German (Pape)

[Seite 1340] ἡ, das Gähnen, ὕπνου τε καὶ χάσμης ἐμπίπλανται Plat. Rep. VI, 503 d; Arist. u. Sp.; das Maulaufsperren, Angaffen, übertr., Trägheit, Müßiggang. – Auch der Gegenstand müßiges Angaffens, Antipat. bei Stob. fl. 70, 13 A.

Greek (Liddell-Scott)

χάσμη: ἡ, τὸ χασμᾶσθαι, κοινῶς «χασμούρημα», «χασμουρητόν», Ἱππ. Ἀφ. 1260· μάλιστα ἕνεκα νυσταγμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πλάτ. Πολ. 503C· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 797, Πλούτ. 2. 45D. 2) τὸ πρᾶγμα εἰς ὃ ἀποβλέπει τις χάσκων, μηδ’ εἰς πλοῦτον μηδ’ εἰς ὀ…οῦσαν εὐγένειαν μηδὲ εἰς ἄλλην χάσμην μηδεμίαν ἀποβλέπειν Ἀντίπατρος παρὰ Στοβ. 427. 58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 bâillement;
2 bouche béante.
Étymologie: χαίνω.