μάταξα: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(6_10)
(24)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάταξα''': ἡ, ἴδε [[μέταξα]].
|lstext='''μάταξα''': ἡ, ἴδε [[μέταξα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μάταξα]], ἡ (Α)<br />[[μέταξα]], [[μετάξι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέταξα]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>mataxa</i>].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 101] ἡ, jeder Faden, später bes. der Kokon der Seidenraupe, und die rohe Seide selbst; es ist ein Fremdwort, s. μέταξα.

Greek (Liddell-Scott)

μάταξα: ἡ, ἴδε μέταξα.

Greek Monolingual

μάταξα, ἡ (Α)
μέταξα, μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα, πιθ. κατ' επίδραση του λατ. mataxa].