προτελευτάω: Difference between revisions
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προτελευτάω''': τελευτῶ, ἀποθνῄσκω πρότερον, τινος Διογ. Λ. 2. 44, Διόδ. 1. 91, Πλούτ. | |lstext='''προτελευτάω''': τελευτῶ, ἀποθνῄσκω πρότερον, τινος Διογ. Λ. 2. 44, Διόδ. 1. 91, Πλούτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />mourir avant, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τελευτάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
A die before, τινος Philoch.169, cf. D.S.1.91, Plu.2.113e, Hdn.1.15.8, Artem.2.57 (interpol.), etc.
German (Pape)
[Seite 791] vorher enden, sterben; Plut. consol. ad Apoll., p. 348, τινός, vor Etwas, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προτελευτάω: τελευτῶ, ἀποθνῄσκω πρότερον, τινος Διογ. Λ. 2. 44, Διόδ. 1. 91, Πλούτ.