ἄδοξος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄδοξος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] δόξης, [[ἀφανής]], ἄσημος· ― πόλεμοι, Δημ. 58. 6: = ἄτιμος, [[τέχνη]], Ξεν. Συμπ. 4. 56. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀφανής]], ἄσημος, Ἰσοκρ. 286Α., ἀνώνυμοι καὶ ἄδ., Δημ. 106. 7, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24· ἐπὶ εὐνούχων, καταπεφρονημένος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 61. ― Ἐπίρρ. -ξως, Πλουτ. Θησ. 35. ΙΙ. = [[παράδοξος]], [[ἀπροσδόκητος]], Σοφ. Ἀποσπ. 71,. [[ἀπίθανος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἔνδοξος]], Ἀριστ. Τοπ. 8. 6, 1, κτλ.· τὰ ἀδοξότατα λέγειν, [[αὐτόθι]] 9. 4.
|lstext='''ἄδοξος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] δόξης, [[ἀφανής]], ἄσημος· ― πόλεμοι, Δημ. 58. 6: = ἄτιμος, [[τέχνη]], Ξεν. Συμπ. 4. 56. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀφανής]], ἄσημος, Ἰσοκρ. 286Α., ἀνώνυμοι καὶ ἄδ., Δημ. 106. 7, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24· ἐπὶ εὐνούχων, καταπεφρονημένος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 61. ― Ἐπίρρ. -ξως, Πλουτ. Θησ. 35. ΙΙ. = [[παράδοξος]], [[ἀπροσδόκητος]], Σοφ. Ἀποσπ. 71,. [[ἀπίθανος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἔνδοξος]], Ἀριστ. Τοπ. 8. 6, 1, κτλ.· τὰ ἀδοξότατα λέγειν, [[αὐτόθι]] 9. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans gloire, obscur, vulgaire;<br /><b>2</b> méprisé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δόξα]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδοξος Medium diacritics: ἄδοξος Low diacritics: άδοξος Capitals: ΑΔΟΞΟΣ
Transliteration A: ádoxos Transliteration B: adoxos Transliteration C: adoksos Beta Code: a)/docos

English (LSJ)

ον,

   A without δόξα, inglorious, πόλεμος D.5.5; disreputable, τέχνη X.Smp.4.56.    2 obscure, ignoble, πόλεις Isoc.12.253; ἀνώνυμοι καὶ ἄ. D.8.66, cf. Arist.Rh.1384b31; of eunuchs, despised, X.Cyr.7.5.61. Adv. -ξως Plu.Thes.35.    II = παράδοξος, unexpected, S.Fr.71; improbable, opp. ἔνδοξος, Arist.Top. 159a39, etc.; τὰ-ότατα λέγειν ib.159a19.

German (Pape)

[Seite 37] 1) ohne δόξα, unberühmt, Isocr. 9, 66 steht ὀνομαστοί entgegen; πρόφασις οὐκ ἄδ., ein ehrenwerther Vorwand, Plut. Pomp. 70, u. öfter. – 2) unvermuthet, Soph. frg. bei B. A. 344. – Adv., schimpflich, Plut. Ages. 24 'Thes. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδοξος: -ον, ὁ ἄνευ δόξης, ἀφανής, ἄσημος· ― πόλεμοι, Δημ. 58. 6: = ἄτιμος, τέχνη, Ξεν. Συμπ. 4. 56. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀφανής, ἄσημος, Ἰσοκρ. 286Α., ἀνώνυμοι καὶ ἄδ., Δημ. 106. 7, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24· ἐπὶ εὐνούχων, καταπεφρονημένος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 61. ― Ἐπίρρ. -ξως, Πλουτ. Θησ. 35. ΙΙ. = παράδοξος, ἀπροσδόκητος, Σοφ. Ἀποσπ. 71,. ἀπίθανος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἔνδοξος, Ἀριστ. Τοπ. 8. 6, 1, κτλ.· τὰ ἀδοξότατα λέγειν, αὐτόθι 9. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans gloire, obscur, vulgaire;
2 méprisé.
Étymologie: ἀ, δόξα.