κικιουργός: Difference between revisions
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(6_15) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κικιουργός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων τὸ [[ποτὸν]] [[κίκι]], Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. et Févr. 1873. | |lstext='''κικιουργός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων τὸ [[ποτὸν]] [[κίκι]], Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. et Févr. 1873. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κικιουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρασκευάζει [[κίκι]], [[κικινέλαιο]], [[ρετσινόλαδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίκι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>, <i>σιδηρ</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A castor-oil worker, PTeb.5.173 (ii B.C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
κικιουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων τὸ ποτὸν κίκι, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. et Févr. 1873.
Greek Monolingual
κικιουργός, ὁ (Α)
αυτός που παρασκευάζει κίκι, κικινέλαιο, ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός, σιδηρ-ουργός].