διαφυλάσσω: Difference between revisions
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφῠλάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, φυλάττω ἐπιμελῶς, [[ἀγρύπνως]], τὰ τείχεα, τὴν πόλιν Ἡρόδ. 6. 101, 133· τὴν πάροδον Λυσ. 193. 29, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, φυλάττω [[χάριν]] [[ἐμαυτοῦ]], Εὐρ. Ι. Α. 369. 2) παρατηρῶ [[καλῶς]], τὰ μέτρα Ἡρόδ. 2. 121, 1. 3) διατηρῶ, τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 951Β· εἰρήνην Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 24· δ. τὸ μὴ σπουδάζειν Πλάτ. Πολιτ. 261Ε· δ. ὅτι…, [[προσέχω]] [[ὥστε]]…, ὁ αὐτ. Κριτί. 112D. | |lstext='''διαφῠλάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, φυλάττω ἐπιμελῶς, [[ἀγρύπνως]], τὰ τείχεα, τὴν πόλιν Ἡρόδ. 6. 101, 133· τὴν πάροδον Λυσ. 193. 29, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, φυλάττω [[χάριν]] [[ἐμαυτοῦ]], Εὐρ. Ι. Α. 369. 2) παρατηρῶ [[καλῶς]], τὰ μέτρα Ἡρόδ. 2. 121, 1. 3) διατηρῶ, τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 951Β· εἰρήνην Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 24· δ. τὸ μὴ σπουδάζειν Πλάτ. Πολιτ. 261Ε· δ. ὅτι…, [[προσέχω]] [[ὥστε]]…, ὁ αὐτ. Κριτί. 112D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διαφυλάξω, <i>ao.</i> διεφύλαξα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> garder avec soin (des remparts, une ville, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>2</b> observer avec soin, acc. ; <i>fig.</i> observer, maintenir (des lois, la paix, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> garder le souvenir;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαφυλάσσομαι faire bonne garde, veiller sur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φυλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. διαφυλάττω, Cret. διαφυλάδδω (written διαφυλάδω), GDI5169.11, al.:—
A watch closely, guard carefully, τὰ τείχεα, τὴν πόλιν, Hdt.6.101, 133; τὴν πάροδον Lys.2.30; τὰ ἀγαθά Isoc.2.6, cf. SIG577.15 (Milet., iii/ii B.C.); esp. of providential care, LXXPs.90(91).11,al., cf.PGiss. 17.7 (Hadr.), etc.:—Med., guard for oneself, πόλιν E.IA369. 2 observe closely, τὰ μέτρα Hdt.2.121.ά. 3 observe, maintain, τοὺς νόμους Pl.Lg.951b, cf. SIG1044.10 (Halic., iv/iii B.C.), PTeb.25.3 (ii B.C., Pass.); εἰρήνην Philipp. ap. D.18.78; τὴν πρός τινα πίστιν Plb. 1.78.8; εὔνοιαν IG12(7).241.22 (Amorgos, iii B.C.); δ. τὸ μὴ σπουδάζειν guard against being too particular... Pl.Plt.261e; πλῆθος δ. ὅτι μάλιστα ταὐτὸν αὑτῶν εἶναι take care that... Id.Criti.112d. 4 remember, retain, Luc. Tim.1, Cont.7.
German (Pape)
[Seite 612] att. -άττω, bewachen, bewahren, erhalten, Her. 2, 121, 1. 8, 107; τὸ μὴ σπουδάζειν, d. i. dabei bleiben, Plat. Polit. 261 c, u. öfter; Arist. rhet. 1, 4; εἰρήνην Dem. 18, 78; πίστιν, Pol. 1, 18, 8; vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 1; im Gedächtniß behalten, Luc. cont. 7. Auch im med., Eur. I. A. 369; πόλιν Isocr. 6, 54; oft neben διασώζειν.
Greek (Liddell-Scott)
διαφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, φυλάττω ἐπιμελῶς, ἀγρύπνως, τὰ τείχεα, τὴν πόλιν Ἡρόδ. 6. 101, 133· τὴν πάροδον Λυσ. 193. 29, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, φυλάττω χάριν ἐμαυτοῦ, Εὐρ. Ι. Α. 369. 2) παρατηρῶ καλῶς, τὰ μέτρα Ἡρόδ. 2. 121, 1. 3) διατηρῶ, τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 951Β· εἰρήνην Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 24· δ. τὸ μὴ σπουδάζειν Πλάτ. Πολιτ. 261Ε· δ. ὅτι…, προσέχω ὥστε…, ὁ αὐτ. Κριτί. 112D.
French (Bailly abrégé)
f. διαφυλάξω, ao. διεφύλαξα, etc.
1 garder avec soin (des remparts, une ville, etc.) acc.;
2 observer avec soin, acc. ; fig. observer, maintenir (des lois, la paix, etc.);
3 garder le souvenir;
Moy. διαφυλάσσομαι faire bonne garde, veiller sur.
Étymologie: διά, φυλάσσω.