ζέμα: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_21)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζέμα''': τὸ, (ζέω) τὸ βεβρασμένον, [[ἀπόβρασμα]], Διοσκ. Ἀλεξ. 7, Γεωπ. 8. 37, 3· παρὰ Γαληνῷ καὶ ζέσμα, Λοβ. Παραλ. 424, σημ. 36.
|lstext='''ζέμα''': τὸ, (ζέω) τὸ βεβρασμένον, [[ἀπόβρασμα]], Διοσκ. Ἀλεξ. 7, Γεωπ. 8. 37, 3· παρὰ Γαληνῷ καὶ ζέσμα, Λοβ. Παραλ. 424, σημ. 36.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζέμα]], τὀ (AM, Α και [[ζέμμα]], Μ και ζέμαν) [[ζέω]]<br />[[αφέψημα]], [[ρόφημα]]<br /><b>μσν.</b><br />ζεστό, καυτό [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζύμωση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασέλγεια]], [[ακολασία]]<br /><b>3.</b> [[βράσιμο]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζέμα Medium diacritics: ζέμα Low diacritics: ζέμα Capitals: ΖΕΜΑ
Transliteration A: zéma Transliteration B: zema Transliteration C: zema Beta Code: ze/ma

English (LSJ)

ατος, τό, (ζέω)

   A fermentation, Herasap.Gal.13.1044: metaph., lewdness, LXXJd.20.6.    II boiling, ἐνδοὺς ζέμα bringing it to the boil, Herasap.Gal.13.548; δὸς ζέμα keep it on the boil, Orib.Fr.113; ὄρνις ἀπὸ ζέματος a boiled fowl, Alex.Trall.Febr.1.    2 that which is boiled, decoction, Dsc.Alex.7, Gp.8.37.3:—also ζέμμα, LXX Ez.24.13.

German (Pape)

[Seite 1137] τό, das Siedende. Heiße, VLL. Bei Galen. ζέμμα geschr., wie das dim. ζεμμάτιον.

Greek (Liddell-Scott)

ζέμα: τὸ, (ζέω) τὸ βεβρασμένον, ἀπόβρασμα, Διοσκ. Ἀλεξ. 7, Γεωπ. 8. 37, 3· παρὰ Γαληνῷ καὶ ζέσμα, Λοβ. Παραλ. 424, σημ. 36.

Greek Monolingual

ζέμα, τὀ (AM, Α και ζέμμα, Μ και ζέμαν) ζέω
αφέψημα, ρόφημα
μσν.
ζεστό, καυτό νερό
αρχ.
1. ζύμωση
2. μτφ. ασέλγεια, ακολασία
3. βράσιμο.