χιλιοτάλαντος: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῑλιοτάλαντος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν χιλίων ταλάντων, Πλουτ. Περικλ. 12., 2.924Α· ὀφρῦς ἔχων χιλιοταλάντους, κωμικὴ [[φράσις]] ἐν Ἀλέξιδος «Κυβερνήτῃ» 1. 7. | |lstext='''χῑλιοτάλαντος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν χιλίων ταλάντων, Πλουτ. Περικλ. 12., 2.924Α· ὀφρῦς ἔχων χιλιοταλάντους, κωμικὴ [[φράσις]] ἐν Ἀλέξιδος «Κυβερνήτῃ» 1. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui pèse <i>ou</i> vaut mille talents.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]], [[τάλαντον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[τᾰ], ον,
A weighing or worth a thousand talents, ναοί, μύδροι, Plu.Per.12, 2.924a; ὀφρῦς ἔχον χ., Com. phrase, Alex. 116.7.
German (Pape)
[Seite 1356] tausend Talente schwer od. werth; οὐσία Alexis bei Ath. VI, 237 c; Plut. Pericl. 12.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν χιλίων ταλάντων, Πλουτ. Περικλ. 12., 2.924Α· ὀφρῦς ἔχων χιλιοταλάντους, κωμικὴ φράσις ἐν Ἀλέξιδος «Κυβερνήτῃ» 1. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pèse ou vaut mille talents.
Étymologie: χίλιοι, τάλαντον.