εὐπηγής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπηγής''': -ές, = [[εὐπαγής]], [[εὔπηκτος]], [[ἅπαξ]] παρ᾿ Ὁμήρ., [[ξεῖνος]] [[μέγας]] ἠδ᾿ [[εὐπηγής]], [[συμπαγής]], [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[εὐπηγής]]· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».
|lstext='''εὐπηγής''': -ές, = [[εὐπαγής]], [[εὔπηκτος]], [[ἅπαξ]] παρ᾿ Ὁμήρ., [[ξεῖνος]] [[μέγας]] ἠδ᾿ [[εὐπηγής]], [[συμπαγής]], [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[εὐπηγής]]· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}