ἰγδίον: Difference between revisions
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
(6_22) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰγδίον''': το, ὑποκορ. τοῦ [[ἴγδις]], Γεωπ. 12. 19, 5. | |lstext='''ἰγδίον''': το, ὑποκορ. τοῦ [[ἴγδις]], Γεωπ. 12. 19, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ (ΑΜ [[ἰγδίον]] Μ και ἰγδίν)<br />το [[γουδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του ουσ. <i>ιγδίς</i>. από τον τ. [[ιγδίον]] προήλθε ο νεοελλ. τ. [[γουδί]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Gp.12.19.5, Paul.Aeg.3.59.
German (Pape)
[Seite 1235] τό, dim. von ἴγδη, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ἰγδίον: το, ὑποκορ. τοῦ ἴγδις, Γεωπ. 12. 19, 5.
Greek Monolingual
τὸ (ΑΜ ἰγδίον Μ και ἰγδίν)
το γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ουσ. ιγδίς. από τον τ. ιγδίον προήλθε ο νεοελλ. τ. γουδί].