δυσαποδίδακτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_18) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαποδίδακτος''': -ον, ὃν [[εἶναι]] δύσκολον νὰ ἀπομάθῃ τις, νὰ λησμονήσῃ, Ἰώσηπ. Α. Ι. 16. 2, 4. | |lstext='''δυσαποδίδακτος''': -ον, ὃν [[εἶναι]] δύσκολον νὰ ἀπομάθῃ τις, νὰ λησμονήσῃ, Ἰώσηπ. Α. Ι. 16. 2, 4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de olvidar]], [[inolvidable]] τὸ τοῦ χρόνου τιμητόν Nic.Dam.142. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A hard to unlearn, J.AJ16.2.4.
German (Pape)
[Seite 676] schwerzu verlernen, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαποδίδακτος: -ον, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ ἀπομάθῃ τις, νὰ λησμονήσῃ, Ἰώσηπ. Α. Ι. 16. 2, 4.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de olvidar, inolvidable τὸ τοῦ χρόνου τιμητόν Nic.Dam.142.