ὑποφθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφθάνω''': [ᾰ]· ἀόρ. ὑπέφθην, ἀπαρέμφ. ὑποφθῆναι, μετοχ. ὑποφθάς, [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ μετοχ. τοῦ μέσ. ἀορίστ. (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ ὑπέφθᾰσα. Σπεύδω πρότερον, [[προλαμβάνω]], [[προφθάνω]], ὑποφθὰς δουρὶ [[μέσον]] περόνησεν, προλαβὼν διετρύπησεν αὐτόν, «προφθάσας, προλαβὼν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 144· ἔγραψεν ὑποφθάσας Πλουτ. Πομπ. 21· οὕτω καὶ ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ μέσου ἀορ. ὑποφθάμενος κτεῖνεν Ὀδ. Δ. 547. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[προλαμβάνω]] τινά, εἶμαι [[πρότερος]] [[αὐτοῦ]] ἔν τινι, τῷ καὶ ὑπέφθη [[πρός]] γε βαλὼν [[ὑπὲρ]] αὐχένα γαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 307, Πλουτ. Αἰμίλ. 26, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Ὀδ. Ο. 171, πρβλ. Ἀνθ. Π. 227. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[φθάνω]]].
|lstext='''ὑποφθάνω''': [ᾰ]· ἀόρ. ὑπέφθην, ἀπαρέμφ. ὑποφθῆναι, μετοχ. ὑποφθάς, [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ μετοχ. τοῦ μέσ. ἀορίστ. (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ ὑπέφθᾰσα. Σπεύδω πρότερον, [[προλαμβάνω]], [[προφθάνω]], ὑποφθὰς δουρὶ [[μέσον]] περόνησεν, προλαβὼν διετρύπησεν αὐτόν, «προφθάσας, προλαβὼν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 144· ἔγραψεν ὑποφθάσας Πλουτ. Πομπ. 21· οὕτω καὶ ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ μέσου ἀορ. ὑποφθάμενος κτεῖνεν Ὀδ. Δ. 547. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[προλαμβάνω]] τινά, εἶμαι [[πρότερος]] [[αὐτοῦ]] ἔν τινι, τῷ καὶ ὑπέφθη [[πρός]] γε βαλὼν [[ὑπὲρ]] αὐχένα γαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 307, Πλουτ. Αἰμίλ. 26, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Ὀδ. Ο. 171, πρβλ. Ἀνθ. Π. 227. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[φθάνω]]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. réc.</i> ὑπέφθασα, <i>ao.2</i> ὑπέφθην;<br />devancer <i>ou</i> prévenir vivement ; <i>abs.</i> τινα qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποφθάνομαι (<i>part. ao.2</i> ὑποφθάμενος) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φθάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφθάνω Medium diacritics: ὑποφθάνω Low diacritics: υποφθάνω Capitals: ΥΠΟΦΘΑΝΩ
Transliteration A: hypophthánō Transliteration B: hypophthanō Transliteration C: ypofthano Beta Code: u(pofqa/nw

English (LSJ)

[ᾰ], aor.

   A ὑπέφθην A.R.4.307; part. ὑποφθάς Il.7.144; also in Med. aor. part. (v. infr.): later aor. 1 ὑπέφθᾰσα (v. infr.):—haste before, be or get beforehand, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν getting beforehand he pierced him through the middle, Il.l.c.; ἔγραψεν ὑποφθάσας Plu.Pomp.21:—also in part. Med., κτεῖνεν ὑποφθάμενος Od.4.547.    II c. acc., to be beforehand with one, A.R. l.c., Plu. Aem.26, etc.:—Med., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.15.171, cf. AP 9.227 (Bianor).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθάνω: [ᾰ]· ἀόρ. ὑπέφθην, ἀπαρέμφ. ὑποφθῆναι, μετοχ. ὑποφθάς, ὡσαύτως ἐν τῇ μετοχ. τοῦ μέσ. ἀορίστ. (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ ὑπέφθᾰσα. Σπεύδω πρότερον, προλαμβάνω, προφθάνω, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν, προλαβὼν διετρύπησεν αὐτόν, «προφθάσας, προλαβὼν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 144· ἔγραψεν ὑποφθάσας Πλουτ. Πομπ. 21· οὕτω καὶ ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ μέσου ἀορ. ὑποφθάμενος κτεῖνεν Ὀδ. Δ. 547. ΙΙ. μετ’ αἰτ., προλαμβάνω τινά, εἶμαι πρότερος αὐτοῦ ἔν τινι, τῷ καὶ ὑπέφθη πρός γε βαλὼν ὑπὲρ αὐχένα γαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 307, Πλουτ. Αἰμίλ. 26, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Ὀδ. Ο. 171, πρβλ. Ἀνθ. Π. 227. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε τὸ ῥῆμα φθάνω].

French (Bailly abrégé)

ao. réc. ὑπέφθασα, ao.2 ὑπέφθην;
devancer ou prévenir vivement ; abs. τινα qqn;
Moy. ὑποφθάνομαι (part. ao.2 ὑποφθάμενος) m. sign.
Étymologie: ὑπό, φθάνω.