μηναγύρτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_19)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηνᾰγύρτης''': -ου, ὁ, ἱερεὺς τῆς Μήνης [[ἤτοι]] τῆς Κυβέλης, ὁ κατὰ μῆνα περιερχόμενος καὶ συναθροίζων βοηθείας (πρβλ. [[μητραγύρτης]]), Meineke εἰς Μένανδρ. 111· ― ὁ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 79Β μνημονεύει [[ῥῆμα]] μηναγυρτέω ἐκ Διονυσ. τοῦ Ἁλ. 2. 19, [[ἔνθα]] μητραγυρτέω.
|lstext='''μηνᾰγύρτης''': -ου, ὁ, ἱερεὺς τῆς Μήνης [[ἤτοι]] τῆς Κυβέλης, ὁ κατὰ μῆνα περιερχόμενος καὶ συναθροίζων βοηθείας (πρβλ. [[μητραγύρτης]]), Meineke εἰς Μένανδρ. 111· ― ὁ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 79Β μνημονεύει [[ῥῆμα]] μηναγυρτέω ἐκ Διονυσ. τοῦ Ἁλ. 2. 19, [[ἔνθα]] μητραγυρτέω.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηναγύρτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μητραγύρτης]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μηναγύρτης</i><br />[[τίτλος]] κωμωδιών του Αντιφάνους και του Μενάνδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Μήν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγύρτης]] «[[ζητιάνος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]])].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνᾰγύρτης Medium diacritics: μηναγύρτης Low diacritics: μηναγύρτης Capitals: ΜΗΝΑΓΥΡΤΗΣ
Transliteration A: mēnagýrtēs Transliteration B: mēnagyrtēs Transliteration C: minagyrtis Beta Code: mhnagu/rths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A a priest of Rhea, who made rounds of begging visits (cf. μητραγύρτης), Ph.2.316, Cels. ap. Origenes Cels.1.9 (v.l.), Poll.7.188 (v.l.), Aesop.290, Hsch., Phot., Suid.; title of plays by Antiphanes (as v.l.) and Menander.

German (Pape)

[Seite 174] ὁ, ein monatlich (μήν) herumziehender, bettelnder Priester der Cybele, VLL.; sonst μητραγύρτης, vgl. Mein. Men. p. 111.

Greek (Liddell-Scott)

μηνᾰγύρτης: -ου, ὁ, ἱερεὺς τῆς Μήνης ἤτοι τῆς Κυβέλης, ὁ κατὰ μῆνα περιερχόμενος καὶ συναθροίζων βοηθείας (πρβλ. μητραγύρτης), Meineke εἰς Μένανδρ. 111· ― ὁ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 79Β μνημονεύει ῥῆμα μηναγυρτέω ἐκ Διονυσ. τοῦ Ἁλ. 2. 19, ἔνθα μητραγυρτέω.

Greek Monolingual

μηναγύρτης, ὁ (Α)
1. μητραγύρτης
2. ως κύριο όν. Μηναγύρτης
τίτλος κωμωδιών του Αντιφάνους και του Μενάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Μήν- + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω)].