ἀν-: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6_9) |
(big3_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀν-''': ἢ ἀνα-, τὸ ἀρνητικὸν προθεματικὸν [[μόριον]], οὗ συντετμημένος [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ στερητικὸν α:- τὸ ἀν- τοῦτο κανονικῶς τηρεῖται πρὸ φωνήεντος ὡς ἐν τοῖς ἀναίτιος, ἄνατος, ἀνώδυνος (ἂν καὶ [[πολλάκις]] παραλείπεται τὸ ν, ὡς ἐν τοῖς [[ἀέκων]], [[ἄελπτος]], ἄεργος), ὁ δὲ [[πλήρης]] [[τύπος]] διέμεινεν ἐν τοῖς [[ἀνάεδνος]], [[ἀνάελπτος]]. - Ἐκ τῆς √ΑΝ παράγονται τὰ [[ἄνευ]], Δωρ. [[ἄνις]]· πρβλ. Σανσκρ. an-, a-· Ζενδ. ana-, an-, a-· Λατ. in-, Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. an-, a-)· Γοτθ. i n u h· Παλ. Ὑψ. Γερ. ânu, ane (Γερμαν. ohne): πρβλ. νη-. | |lstext='''ἀν-''': ἢ ἀνα-, τὸ ἀρνητικὸν προθεματικὸν [[μόριον]], οὗ συντετμημένος [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ στερητικὸν α:- τὸ ἀν- τοῦτο κανονικῶς τηρεῖται πρὸ φωνήεντος ὡς ἐν τοῖς ἀναίτιος, ἄνατος, ἀνώδυνος (ἂν καὶ [[πολλάκις]] παραλείπεται τὸ ν, ὡς ἐν τοῖς [[ἀέκων]], [[ἄελπτος]], ἄεργος), ὁ δὲ [[πλήρης]] [[τύπος]] διέμεινεν ἐν τοῖς [[ἀνάεδνος]], [[ἀνάελπτος]]. - Ἐκ τῆς √ΑΝ παράγονται τὰ [[ἄνευ]], Δωρ. [[ἄνις]]· πρβλ. Σανσκρ. an-, a-· Ζενδ. ana-, an-, a-· Λατ. in-, Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. an-, a-)· Γοτθ. i n u h· Παλ. Ὑψ. Γερ. ânu, ane (Γερμαν. ohne): πρβλ. νη-. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=prefijo negativo, cf. 1 ἀ-. • DMic.: <i>a-na-pu-ke</i> [[ἀνάμπυξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
negat. Prefix, of which ἀ- privativum (q. v.) is a shortened form.
Greek (Liddell-Scott)
ἀν-: ἢ ἀνα-, τὸ ἀρνητικὸν προθεματικὸν μόριον, οὗ συντετμημένος τύπος εἶναι τὸ στερητικὸν α:- τὸ ἀν- τοῦτο κανονικῶς τηρεῖται πρὸ φωνήεντος ὡς ἐν τοῖς ἀναίτιος, ἄνατος, ἀνώδυνος (ἂν καὶ πολλάκις παραλείπεται τὸ ν, ὡς ἐν τοῖς ἀέκων, ἄελπτος, ἄεργος), ὁ δὲ πλήρης τύπος διέμεινεν ἐν τοῖς ἀνάεδνος, ἀνάελπτος. - Ἐκ τῆς √ΑΝ παράγονται τὰ ἄνευ, Δωρ. ἄνις· πρβλ. Σανσκρ. an-, a-· Ζενδ. ana-, an-, a-· Λατ. in-, Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. an-, a-)· Γοτθ. i n u h· Παλ. Ὑψ. Γερ. ânu, ane (Γερμαν. ohne): πρβλ. νη-.
Spanish (DGE)
prefijo negativo, cf. 1 ἀ-. • DMic.: a-na-pu-ke ἀνάμπυξ.