φονευτής: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(6_19)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φονευτής''': -οῦ, ὁ, = [[φονεύς]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Θ΄, 31, Παροιμ. ΚΒ΄, 13)· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 317.
|lstext='''φονευτής''': -οῦ, ὁ, = [[φονεύς]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Θ΄, 31, Παροιμ. ΚΒ΄, 13)· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 317.
}}
{{grml
|mltxt=ό, και τ. θηλ. [[φονεύτρια]], ΜΑ [[φονεύω]]<br />[[φονιάς]]<br /><b>μσν.</b><br />(το θηλ. με σημ. επιθ.) η φονική.
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονευτής Medium diacritics: φονευτής Low diacritics: φονευτής Capitals: ΦΟΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: phoneutḗs Transliteration B: phoneutēs Transliteration C: foneftis Beta Code: foneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = φονεύς, LXX 4 Ki.9.31, Pr.22.13.

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ, = φονεύς, Sp., vgl. Lob. Phryn. 317.

Greek (Liddell-Scott)

φονευτής: -οῦ, ὁ, = φονεύς, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Θ΄, 31, Παροιμ. ΚΒ΄, 13)· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 317.

Greek Monolingual

ό, και τ. θηλ. φονεύτρια, ΜΑ φονεύω
φονιάς
μσν.
(το θηλ. με σημ. επιθ.) η φονική.