παρακλητικός: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακλητικός''': -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], [[παραινετικός]], Πλάτ. Πολ. 523D, 524D, κλ.· π. τινος, προτρέπων τινα εἴς τι, σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου Διον. Ἁλ. 4. 16· [[λόγος]] π. ὁμονοίας [[αὐτόθι]] 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 869, κτλ. ΙΙ. = Ἱκέτήριος, ἐπιστόλια παρακλητικὰ γραφόντων Διογ. Λ. 4, 39. -τὸ παρακλητικὸν (δηλ. [[βιβλίον]]) = ὀκτάηχον Νομοκάνων Coteler. 120. - Παρακλητική, = παρακλητικὸς κανὼν Ἀνθολόγ. σ. 288 ΙΙΙ. π. [[ἐλευθερία]], ἡ διὰ δεήσεως λαμβανομένη, ἡ κατὰ [[χάριν]], ἴδε Δουκάγγ. | |lstext='''παρακλητικός''': -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], [[παραινετικός]], Πλάτ. Πολ. 523D, 524D, κλ.· π. τινος, προτρέπων τινα εἴς τι, σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου Διον. Ἁλ. 4. 16· [[λόγος]] π. ὁμονοίας [[αὐτόθι]] 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 869, κτλ. ΙΙ. = Ἱκέτήριος, ἐπιστόλια παρακλητικὰ γραφόντων Διογ. Λ. 4, 39. -τὸ παρακλητικὸν (δηλ. [[βιβλίον]]) = ὀκτάηχον Νομοκάνων Coteler. 120. - Παρακλητική, = παρακλητικὸς κανὼν Ἀνθολόγ. σ. 288 ΙΙΙ. π. [[ἐλευθερία]], ἡ διὰ δεήσεως λαμβανομένη, ἡ κατὰ [[χάριν]], ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à exhorter, à exciter, à encourager.<br />'''Étymologie:''' [[παρακαλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A stimulating, νοήσεως Pl.R.523e ; τῆς διανοίας ib.524d ; hortatory, π. τι ᾄδειν Phld. Mus.p.18K.; σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου D.H.4.17 ; λόγος π. ὁμονοίας ib. 26 ; π. λόγοι LXX Za. 1.13 ; π. εἰς εὐσέβειαν Iamb.Protr.21. II π. ὁμολογία agreement concluded on demand (cf. παράκλησις 1.4), POxy.125.11 (vi A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 483] ή, όν, zurufend, ermunternd; τινός, z. B. τῆς διανοίας, Plat. Rep. VII, 524 d; Folgde; Pol. 24, 2, 9; λόγον διεξῆλθε παρακλητικὸν ὁμονοίας Dion. Hal. 4, 26; τὰ π. τοῦ πολέμου, τῆς μάχης, Signal zur Schlacht, 4, 17. 6, 10; auch = tröstend, Schol. Aesch. Prom. 379.
Greek (Liddell-Scott)
παρακλητικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, παραινετικός, Πλάτ. Πολ. 523D, 524D, κλ.· π. τινος, προτρέπων τινα εἴς τι, σημαίνειν τὰ π. τοῦ πολέμου Διον. Ἁλ. 4. 16· λόγος π. ὁμονοίας αὐτόθι 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 869, κτλ. ΙΙ. = Ἱκέτήριος, ἐπιστόλια παρακλητικὰ γραφόντων Διογ. Λ. 4, 39. -τὸ παρακλητικὸν (δηλ. βιβλίον) = ὀκτάηχον Νομοκάνων Coteler. 120. - Παρακλητική, = παρακλητικὸς κανὼν Ἀνθολόγ. σ. 288 ΙΙΙ. π. ἐλευθερία, ἡ διὰ δεήσεως λαμβανομένη, ἡ κατὰ χάριν, ἴδε Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à exhorter, à exciter, à encourager.
Étymologie: παρακαλέω.