πρωτεργάτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(35) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτεργάτης''': [ᾰ], ὁ, καὶ - εργάτις, ἡ, πρῶτος [[ἐργάτης]], [[πρωτουργός]], [[πρωταίτιος]], Βυζ. | |lstext='''πρωτεργάτης''': [ᾰ], ὁ, καὶ - εργάτις, ἡ, πρῶτος [[ἐργάτης]], [[πρωτουργός]], [[πρωταίτιος]], Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ θηλ. πρωτεργά<br />τρια και πρωτεργάτισσα Ν, και πρωτεργά<br />τις, -ιδος, Μ<br />αυτός που είχε την [[πρωτοβουλία]] για την [[επίτευξη]] ενός, [[συνήθως]], σημαντικού έργου, αυτός που διαδραμάτισε τον κύριο ρόλο στην [[πραγματοποίηση]] ενός έργου, [[πρωτουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐργάτης]]. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. <i>πρωτεργάτρια</i> μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
πρωτεργάτης: [ᾰ], ὁ, καὶ - εργάτις, ἡ, πρῶτος ἐργάτης, πρωτουργός, πρωταίτιος, Βυζ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ θηλ. πρωτεργά
τρια και πρωτεργάτισσα Ν, και πρωτεργά
τις, -ιδος, Μ
αυτός που είχε την πρωτοβουλία για την επίτευξη ενός, συνήθως, σημαντικού έργου, αυτός που διαδραμάτισε τον κύριο ρόλο στην πραγματοποίηση ενός έργου, πρωτουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἐργάτης. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. πρωτεργάτρια μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].