ἐπίκρισις: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίκρῐσις''': -εως, ἡ, [[κρίσις]] ἐπὶ οἱουδήποτες πράγματος, [[διορισμός]], [[διάγνωσις]], Στράβων 7, Πλούτ. 2. 43C, Διογ. Λ. 9. 92, Ἀπολλωνίου Ἀλ. περὶ Ἀντωνυμ. 351C, περὶ Ἐπιρρ. 551. 32. | |lstext='''ἐπίκρῐσις''': -εως, ἡ, [[κρίσις]] ἐπὶ οἱουδήποτες πράγματος, [[διορισμός]], [[διάγνωσις]], Στράβων 7, Πλούτ. 2. 43C, Διογ. Λ. 9. 92, Ἀπολλωνίου Ἀλ. περὶ Ἀντωνυμ. 351C, περὶ Ἐπιρρ. 551. 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />décision, détermination.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικρίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A determination, τῶν ἐκλειπτικῶν τηρήσεων Str. 1.1.12; συνημμένων Plu.2.43c (pl.), cf. D.L.9.92, A.D.Adv.151.14, Plot.5.3.2; discrimination of scents, Dsc.1.14. 2. verification, Gal. 17(2).354, cf. 1.117. II. in Egypt, revision of lists and selection of privileged persons, POxy.288.35 (i A.D.), PFay.27.24 (ii A.D.), BGU324.2,19 (ii A.D.), etc. III. judgement, Ph.1.38, al.; arbitrator's award, SIG364.6 (Ephesus, pl.).
German (Pape)
[Seite 953] ἡ, Beurtheilung, Entscheidung, Plut. u. a. Sp. Bei Sezt. Emp. Pyrrh. 3, 51 εἰδώλων ἐπίκρισις, Ggstz von ἀπόκρισις.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκρῐσις: -εως, ἡ, κρίσις ἐπὶ οἱουδήποτες πράγματος, διορισμός, διάγνωσις, Στράβων 7, Πλούτ. 2. 43C, Διογ. Λ. 9. 92, Ἀπολλωνίου Ἀλ. περὶ Ἀντωνυμ. 351C, περὶ Ἐπιρρ. 551. 32.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
décision, détermination.
Étymologie: ἐπικρίνω.