περίκηπος: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6_14) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίκηπος''': ὁ, [[κῆπος]] περὶ πόλιν τινὰ ἢ οἰκίαν, Διοδ. Ἐκλογ. 527. 63, Διογ. Λ. 9. 36. 2) [[δρόμος]] ἢ [[χῶρος]] [[πέριξ]] κήπου, Λόγγος 4. 20. 3) ἡ [[ἄκρα]] ἡ περὶ τὸ πεφυτευμένον [[μέρος]] τοῦ κήπου, «ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικηπίοις τὰ σέλινα καὶ τὰ πήγανα κατεφύτευον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. οὐδ’ ἐν σελίνοις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 480, Φώτ., Σουΐδ. | |lstext='''περίκηπος''': ὁ, [[κῆπος]] περὶ πόλιν τινὰ ἢ οἰκίαν, Διοδ. Ἐκλογ. 527. 63, Διογ. Λ. 9. 36. 2) [[δρόμος]] ἢ [[χῶρος]] [[πέριξ]] κήπου, Λόγγος 4. 20. 3) ἡ [[ἄκρα]] ἡ περὶ τὸ πεφυτευμένον [[μέρος]] τοῦ κήπου, «ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικηπίοις τὰ σέλινα καὶ τὰ πήγανα κατεφύτευον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. οὐδ’ ἐν σελίνοις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 480, Φώτ., Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κήπος]] στο [[άκρο]] πόλης ή [[γύρω]] από [[οικία]]<br /><b>2.</b> [[δρόμος]] ή [[χώρος]] [[γύρω]] από κήπο<br /><b>3.</b> το [[περικήπιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A garden near a town or round a house, PCair.Zen. 193.8 (iii B. C.), PSI5.547.22 (iii B. C.), D.S.34/5.2.13, D.L.9.36 ; opp. παράδεισος, Longus 4.19,28,29. 2 border of a garden-plot, Sch. Ar.V.478, Phot. and Suid. s.v. οὐδ' ἐν σελίνοις.
German (Pape)
[Seite 579] ὁ, Garten um die Stadt od. das Haus, Sp., vgl. D. L. 9, 36; auch Gang um den Garten herum, Long. 4, 20. 21. – Rand, Einfassung der Gartenbeete, Suid. u. Phot. οὐδ' ἐν σελίνοις; vgl. Schol. Ar. Vesp. 478.
Greek (Liddell-Scott)
περίκηπος: ὁ, κῆπος περὶ πόλιν τινὰ ἢ οἰκίαν, Διοδ. Ἐκλογ. 527. 63, Διογ. Λ. 9. 36. 2) δρόμος ἢ χῶρος πέριξ κήπου, Λόγγος 4. 20. 3) ἡ ἄκρα ἡ περὶ τὸ πεφυτευμένον μέρος τοῦ κήπου, «ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικηπίοις τὰ σέλινα καὶ τὰ πήγανα κατεφύτευον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. οὐδ’ ἐν σελίνοις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 480, Φώτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. κήπος στο άκρο πόλης ή γύρω από οικία
2. δρόμος ή χώρος γύρω από κήπο
3. το περικήπιον.