ἀκατάληπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάληπτος''': -ον, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ ἐγγιχθῇ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 42: μὴ κρατούμενος στερεῶς, Μ. Ἀντων. 7. 54. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 75. ΙΙ. ὃν οὐδεὶς δύναται νὰ κυριεύση, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλεμ. 3. 7. 7. 2) μεταφορ., [[ἀκατανόητος]], [[λέξις]] τῶν σκεπτικῶν φιλοσόφων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 22, Πλούτ. 2. 1056F, Κικ. Ἀκαδ. 2. 9. 18: - [[ἐντεῦθεν]] [[ἀκαταληψία]], ἡ, τὸ ἀκατάληπτον τῶν πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 1, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 19. 3.
|lstext='''ἀκατάληπτος''': -ον, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ ἐγγιχθῇ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 42: μὴ κρατούμενος στερεῶς, Μ. Ἀντων. 7. 54. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 75. ΙΙ. ὃν οὐδεὶς δύναται νὰ κυριεύση, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλεμ. 3. 7. 7. 2) μεταφορ., [[ἀκατανόητος]], [[λέξις]] τῶν σκεπτικῶν φιλοσόφων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 22, Πλούτ. 2. 1056F, Κικ. Ἀκαδ. 2. 9. 18: - [[ἐντεῦθεν]] [[ἀκαταληψία]], ἡ, τὸ ἀκατάληπτον τῶν πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 1, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 19. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />incompréhensible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καταλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάληπτος Medium diacritics: ἀκατάληπτος Low diacritics: ακατάληπτος Capitals: ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: akatálēptos Transliteration B: akatalēptos Transliteration C: akataliptos Beta Code: a)kata/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A that cannot be reached or touched, Arist.Pr.921b23; τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀ. Secund.Sent.11. Adv. -τως Sch.Il.17.75.    II not to be conquered, J.BJ3.7.7; defying suppression, τὸ ἀ. τῆς γοητείας Vett. Val.238.25.    2 Philos., incomprehensible, Phld.Acad.Ind.p.91 M., M.Ant.7.54, S.E.M.7.432; that cannot be grasped, πλῆθος, of the stars, Chrysipp.Stoic.2.168.    3 not comprehending or attaining conviction, φαντασία (opp. καταληπτική, q.v.) Chrysipp.Stoic.2.40, al.: c. gen., ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.Herc.1457.12. Adv. -τως, ἔχειν περί τινος Ph.1.78; prob. l. in Arr.Epict.2.23.46:—hence ἀκαταληψία, ἡ, inability to comprehend or attain conviction, Sceptic term, attrib. to Stoics by Galen, Stoic.1.17, but to Arcesilaus by Cic.Att. 13.19.3, Numen. ap. Eus.PE14.7, S.E.P.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάληπτος: -ον, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ ἐγγιχθῇ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 42: μὴ κρατούμενος στερεῶς, Μ. Ἀντων. 7. 54. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 75. ΙΙ. ὃν οὐδεὶς δύναται νὰ κυριεύση, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλεμ. 3. 7. 7. 2) μεταφορ., ἀκατανόητος, λέξις τῶν σκεπτικῶν φιλοσόφων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 22, Πλούτ. 2. 1056F, Κικ. Ἀκαδ. 2. 9. 18: - ἐντεῦθεν ἀκαταληψία, ἡ, τὸ ἀκατάληπτον τῶν πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 1, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 19. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incompréhensible.
Étymologie: ἀ, καταλαμβάνω.