σωληνίζω: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(6_5)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωληνίζω''': διακοιλαίνω ἢ [[σχηματίζω]] τι ἐν εἴδει σωλῆνος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 115Β, Ὀρειβάσ.· ― σωληνισμός, ὁ Ὀρειβάσ. 168 Mai.
|lstext='''σωληνίζω''': διακοιλαίνω ἢ [[σχηματίζω]] τι ἐν εἴδει σωλῆνος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 115Β, Ὀρειβάσ.· ― σωληνισμός, ὁ Ὀρειβάσ. 168 Mai.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[σωλήν]], -<i>ῆνος</i>]<br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] το [[σχήμα]] [[σωλήνα]].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωληνίζω Medium diacritics: σωληνίζω Low diacritics: σωληνίζω Capitals: ΣΩΛΗΝΙΖΩ
Transliteration A: sōlēnízō Transliteration B: sōlēnizō Transliteration C: solinizo Beta Code: swlhni/zw

English (LSJ)

   A hollow out like a pipe, Ruf. ap. Orib.49.27.5; cf. σωληνόομαι.

Greek (Liddell-Scott)

σωληνίζω: διακοιλαίνω ἢ σχηματίζω τι ἐν εἴδει σωλῆνος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 115Β, Ὀρειβάσ.· ― σωληνισμός, ὁ Ὀρειβάσ. 168 Mai.

Greek Monolingual

Α σωλήν, -ῆνος]
δίνω σε κάτι το σχήμα σωλήνα.