ἁλοσάνθινος: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(6_11) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλοσάνθινος''': -η, -ον, ὁ [[οἶνος]] χρησιμεύων ὡς καθαρτικὸν καὶ κατασκευαζόμενος «δι’ ἁλὸς ἄνθους» δηλ. διὰ λεπτοτάτου ἅλατος ἀναμιγνυομένου μετ’ [[αὐτοῦ]], Διοσκ. 5. 76. | |lstext='''ἁλοσάνθινος''': -η, -ον, ὁ [[οἶνος]] χρησιμεύων ὡς καθαρτικὸν καὶ κατασκευαζόμενος «δι’ ἁλὸς ἄνθους» δηλ. διὰ λεπτοτάτου ἅλατος ἀναμιγνυομένου μετ’ [[αὐτοῦ]], Διοσκ. 5. 76. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁλοσάνθινος]], -η, -ον (Α) [[αλόσανθον]]<br />([[κρασί]]) εμπλουτισμένο με [[αλόσανθον]], που χρησίμευε ως καθαρτικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A prepared with efflorescence of salt, οἶνος Dsc.5.76 tit.
German (Pape)
[Seite 109] οἶνος, mit seinem Salz angemachter Wein, Purgirmittel, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλοσάνθινος: -η, -ον, ὁ οἶνος χρησιμεύων ὡς καθαρτικὸν καὶ κατασκευαζόμενος «δι’ ἁλὸς ἄνθους» δηλ. διὰ λεπτοτάτου ἅλατος ἀναμιγνυομένου μετ’ αὐτοῦ, Διοσκ. 5. 76.
Greek Monolingual
ἁλοσάνθινος, -η, -ον (Α) αλόσανθον
(κρασί) εμπλουτισμένο με αλόσανθον, που χρησίμευε ως καθαρτικό.