παραγώγιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_21)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραγώγιον''': τό, [[φόρος]] τις ὃν ἀπέτινον πλοῖα διερχόμενα διά τινος λιμένος ([[οἷον]] οἱ Ἄγγλοι κατέβαλλον [[ἄλλοτε]] εἰς τοὺς Δανοὺς ὡς «φόρον προσορμίσεως» Φιλιππίδ. ἐν «Συμπλεούσας» 2, Πολύβ. 4. 47, 3 Ἴδε [[διαγώγιον]].
|lstext='''παραγώγιον''': τό, [[φόρος]] τις ὃν ἀπέτινον πλοῖα διερχόμενα διά τινος λιμένος ([[οἷον]] οἱ Ἄγγλοι κατέβαλλον [[ἄλλοτε]] εἰς τοὺς Δανοὺς ὡς «φόρον προσορμίσεως» Φιλιππίδ. ἐν «Συμπλεούσας» 2, Πολύβ. 4. 47, 3 Ἴδε [[διαγώγιον]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[πηγή]] ή [[πηγάδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμενικός]] [[φόρος]] τον οποίο κατέβαλλαν πλοία [[κατά]] τη [[διέλευση]] τους από ένα [[λιμάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγώγιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγώγιον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-[[αγώγιον]]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγώγιον Medium diacritics: παραγώγιον Low diacritics: παραγώγιον Capitals: ΠΑΡΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: paragṓgion Transliteration B: paragōgion Transliteration C: paragogion Beta Code: paragw/gion

English (LSJ)

τό,

   A toll levied on ships visiting a port, Philippid.17, IG11(2).163 A24 (Delos, iii B. C.), Milet.3 No.139.6 (iii B. C.), Plb.4.47.3, Poll.9.30.    II well, source, Cod.Just.11.43.10.

German (Pape)

[Seite 475] τό, Durchgangszoll, den vorbei- od. durchfahrende Schiffe entrichten, Pol. 4, 47, 3, vgl. Poll. 9, 30.

Greek (Liddell-Scott)

παραγώγιον: τό, φόρος τις ὃν ἀπέτινον πλοῖα διερχόμενα διά τινος λιμένος (οἷον οἱ Ἄγγλοι κατέβαλλον ἄλλοτε εἰς τοὺς Δανοὺς ὡς «φόρον προσορμίσεως» Φιλιππίδ. ἐν «Συμπλεούσας» 2, Πολύβ. 4. 47, 3 Ἴδε διαγώγιον.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μσν.
πηγή ή πηγάδι
αρχ.
λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγώγιον].