ἐρινύω: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(6_6) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρῑνύω''': εἶμαι ὠργισμένος, [[πλήρης]] ἀγανακτήσεως, Ἀρκαδικὴ [[λέξις]] ἐκ τοῦ [[Ἐρινύς]], ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ὅτι τὸ θυμῷ χρῆσθαι καλοῦσιν ἐρινύειν οἱ Ἀρκάδες Παυσ. 8. 25. 6. | |lstext='''ἐρῑνύω''': εἶμαι ὠργισμένος, [[πλήρης]] ἀγανακτήσεως, Ἀρκαδικὴ [[λέξις]] ἐκ τοῦ [[Ἐρινύς]], ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ὅτι τὸ θυμῷ χρῆσθαι καλοῦσιν ἐρινύειν οἱ Ἀρκάδες Παυσ. 8. 25. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρινύω]] (Α) [[Ερινύς]]<br />[[είμαι]] αγανακτισμένος, εξοργισμένος, [[θυμώνω]], οργίζομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
v. foreg. ad fin.
German (Pape)
[Seite 1029] nach Paus. 8, 25, 5 ein arkadisches Wort, welches er durch θυμῷ χρῆσθαι, Zorn, Groll im Innern nähren, zürnen erkl. E. M. erkl. ὀργίζεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῑνύω: εἶμαι ὠργισμένος, πλήρης ἀγανακτήσεως, Ἀρκαδικὴ λέξις ἐκ τοῦ Ἐρινύς, ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ὅτι τὸ θυμῷ χρῆσθαι καλοῦσιν ἐρινύειν οἱ Ἀρκάδες Παυσ. 8. 25. 6.
Greek Monolingual
ἐρινύω (Α) Ερινύς
είμαι αγανακτισμένος, εξοργισμένος, θυμώνω, οργίζομαι.