παρεξίημι: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεξίημι''': ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, [[ἐξάγω]], Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ [[παρεξέμεν]], ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. [[παρέξειμι]]. | |lstext='''παρεξίημι''': ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, [[ἐξάγω]], Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ [[παρεξέμεν]], ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. [[παρέξειμι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=laisser passer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξίημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A allow to pass through, ἅρματα D.C.40.2, cf. 50.31 ; of Time, let pass, τέσσερας ἡμέρας Hdt.7.210 (v.l.). II aor. inf. παρεξέμεν, divulge, dub. in h.Cer.478 ; cf. παρέξειμι 11.
German (Pape)
[Seite 517] (s. ἵημι), daneben vorbei- od. herauslassen; παρεξῆκε ἡμέρας τέσσερας, er ließ vorübergehen, Her. 7, 210; ἐκεῖνα παρεξιέντες τὰ ἅρματα, D. Cass. 40, 2, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παρεξίημι: ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, ἐξάγω, Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ παρεξέμεν, ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. παρέξειμι.