παρεξίημι
English (LSJ)
A allow to pass through, ἅρματα D.C.40.2, cf. 50.31; of time, let pass, τέσσερας ἡμέρας Hdt.7.210 (v.l.).
II aor. inf. παρεξέμεν, divulge, dub. in h.Cer.478; cf. παρέξειμι ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 517] (s. ἵημι), daneben vorbei- od. herauslassen; παρεξῆκε ἡμέρας τέσσερας, er ließ vorübergehen, Her. 7, 210; ἐκεῖνα παρεξιέντες τὰ ἅρματα, D. Cass. 40, 2, öfter.
French (Bailly abrégé)
laisser passer.
Étymologie: παρά, ἐξίημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εξίημι voorbij laten gaan.
Russian (Dvoretsky)
παρεξίημι: пропускать, выжидать (τέσσερας ἡμέρας Her.).
Greek Monolingual
Α
1. εξάγω, αφήνω κάτι να βγει έξω
2. (για χρόνο) αφήνω να περάσει («τέσσαρας... παρεξῆκε ἡμέρας», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐξίημι «βγάζω, αφήνω κάτι να βγει»].
Greek Monotonic
παρεξίημι: αφήνω να περάσει· λέγεται για το χρόνο, αφήνω να φύγει από δίπλα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεξίημι: ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, ἐξάγω, Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ παρεξέμεν, ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. παρέξειμι.