σεμνοπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(6_9)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεμνοπρέπεια''': ἡ, [[σοβαρός]], σεμνὸς [[τρόπος]], ἐξωτερικόν, μεγαλεῖον, Διογ. Λ. 8. 36· ἐπὶ προσφωνήσεων, ἡ, σὴ σεμν., ὡς τὸ παρ’ ἡμῖν «ἡ ὑμετέρα [[μεγαλειότης]]», Συνέσ. 266Β, κτλ.· ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.
|lstext='''σεμνοπρέπεια''': ἡ, [[σοβαρός]], σεμνὸς [[τρόπος]], ἐξωτερικόν, μεγαλεῖον, Διογ. Λ. 8. 36· ἐπὶ προσφωνήσεων, ἡ, σὴ σεμν., ὡς τὸ παρ’ ἡμῖν «ἡ ὑμετέρα [[μεγαλειότης]]», Συνέσ. 266Β, κτλ.· ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σεμνοπρεπής]]<br />[[σεμνοπρεπής]] [[συμπεριφορά]], σοβαρή και σεμνή [[εμφάνιση]] και [[διαγωγή]], [[ευπρέπεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ σὴ [[σεμνοπρέπεια]]»<br />(ως [[προσφώνηση]]) η εξοχότητά σου.
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνοπρέπεια Medium diacritics: σεμνοπρέπεια Low diacritics: σεμνοπρέπεια Capitals: ΣΕΜΝΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: semnoprépeia Transliteration B: semnoprepeia Transliteration C: semnoprepeia Beta Code: semnopre/peia

English (LSJ)

ἡ,

   A grave, solemn bearing, D.L.8.36.

German (Pape)

[Seite 871] ἡ, würdiger, vornehmer Anstand, Würde im Aeußern; Diog. L. 8, 36; Synes.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνοπρέπεια: ἡ, σοβαρός, σεμνὸς τρόπος, ἐξωτερικόν, μεγαλεῖον, Διογ. Λ. 8. 36· ἐπὶ προσφωνήσεων, ἡ, σὴ σεμν., ὡς τὸ παρ’ ἡμῖν «ἡ ὑμετέρα μεγαλειότης», Συνέσ. 266Β, κτλ.· ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σεμνοπρεπής
σεμνοπρεπής συμπεριφορά, σοβαρή και σεμνή εμφάνιση και διαγωγή, ευπρέπεια
αρχ.
φρ. «ἡ σὴ σεμνοπρέπεια»
(ως προσφώνηση) η εξοχότητά σου.