λιθάς: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθάς''': -άδος, ἡ, = [[λίθος]], «[[πέτρα]]», σεῦεν κύνας... πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Ὀδ. Ξ. 36˙<br />άδος, ἡ, = [[λίθος]], «πέτραἄμμι , ἄμμιν, παλ. Αἱολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἡμῖν, Ὅμ. <br /> λῐ-, ἀχώριστον προθετικὸν [[μόριον]] ἔχον ἐπιτατικὴν δύναμιν, ὡς τὸ λα- καὶ λαι-, φαινόμενον ὡς ἐπίρρ. ἐν τῷ [[λίαν]] (Στράβ. 361 λέγει ὅτι ὁ Ἐπίχ. μετεχειρίζετο τὸ λὶ ἀντὶ τοῦ [[λίαν]])<br />λι-[[ὡσαύτως]] μένει ἐν τῷ συνθέτῳ λιπόνηρος, «[[λίαν]] πονηρὸς» παρ’ Ἡσυχ. | |lstext='''λῐθάς''': -άδος, ἡ, = [[λίθος]], «[[πέτρα]]», σεῦεν κύνας... πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Ὀδ. Ξ. 36˙<br />άδος, ἡ, = [[λίθος]], «πέτραἄμμι , ἄμμιν, παλ. Αἱολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἡμῖν, Ὅμ. <br /> λῐ-, ἀχώριστον προθετικὸν [[μόριον]] ἔχον ἐπιτατικὴν δύναμιν, ὡς τὸ λα- καὶ λαι-, φαινόμενον ὡς ἐπίρρ. ἐν τῷ [[λίαν]] (Στράβ. 361 λέγει ὅτι ὁ Ἐπίχ. μετεχειρίζετο τὸ λὶ ἀντὶ τοῦ [[λίαν]])<br />λι-[[ὡσαύτως]] μένει ἐν τῷ συνθέτῳ λιπόνηρος, «[[λίαν]] πονηρὸς» παρ’ Ἡσυχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> petite pierre;<br /><b>2</b> pluie <i>ou</i> grêle de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = λίθος, stone, σεῦεν κύνας . . πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Od.14.36; θάλαμον δέμον . . πυκνῇσιν λ. 23.193; collectively, shower of stones, A.Th.158 (lyr.); heap of stones, λιθάδας τε καὶ ἕρμακας ἐνναίοντες, of snakes, Nic.Th.150 (v.l. λίθακας).
German (Pape)
[Seite 44] άδος, ἡ, = λίθος; σεῦεν κύνας – πυκνῇσιν λιθάδεσσι Od. 14, 36, θάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα πυκνῇσιν λιθ., 23, 193; – ἀκροβόλων δ' ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται Aesch. Spt. 159.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθάς: -άδος, ἡ, = λίθος, «πέτρα», σεῦεν κύνας... πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Ὀδ. Ξ. 36˙
άδος, ἡ, = λίθος, «πέτραἄμμι , ἄμμιν, παλ. Αἱολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἡμῖν, Ὅμ.
λῐ-, ἀχώριστον προθετικὸν μόριον ἔχον ἐπιτατικὴν δύναμιν, ὡς τὸ λα- καὶ λαι-, φαινόμενον ὡς ἐπίρρ. ἐν τῷ λίαν (Στράβ. 361 λέγει ὅτι ὁ Ἐπίχ. μετεχειρίζετο τὸ λὶ ἀντὶ τοῦ λίαν)
λι-ὡσαύτως μένει ἐν τῷ συνθέτῳ λιπόνηρος, «λίαν πονηρὸς» παρ’ Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 petite pierre;
2 pluie ou grêle de pierres.
Étymologie: λίθος.