ἐξαφρίζω: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(6_1) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαφρίζω''': [[βράζω]] τι ἕως οὗ ἀφρίσῃ καὶ ἀφαιρῶ τὸν ἀφρὸν [[αὐτοῦ]], «’ξαφρίζω», ἔστι μέντοι τὸ ὠμὸν ([[μέλι]]) φυσσῶδες... [[ὅθεν]] ἐξηφρισμένῳ δεῖ χρῆσθαι Διοσκ. 2. 101: μεταφ., πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]], πρὶν ἐκβάλῃ τὸν ἀφρὸν τοῦ αἱματηροῦ μένους, ἐκ μεταφορᾶς τῶν δαμαζομένων πώλων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1067· [[μεταβάλλω]] εἰς ἀφρόν, ὑετόν... τῇ σφοδροτέρᾳ τῶν ἀνέμων προσβολῇ ἐξαφρίζων εἰς νιφετὸν μεταπήγνυσι Θεοδώρητ. τ. 4, σ. 334· [[ἀφρίζω]], ἡ κακοποιία... τὰ κύματα θραύουσα οὐκ ἐξαφρίζει εἰς θυμὸν ἀκρατῆ Εὐστ. Πονημάτ. 100. 91. | |lstext='''ἐξαφρίζω''': [[βράζω]] τι ἕως οὗ ἀφρίσῃ καὶ ἀφαιρῶ τὸν ἀφρὸν [[αὐτοῦ]], «’ξαφρίζω», ἔστι μέντοι τὸ ὠμὸν ([[μέλι]]) φυσσῶδες... [[ὅθεν]] ἐξηφρισμένῳ δεῖ χρῆσθαι Διοσκ. 2. 101: μεταφ., πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]], πρὶν ἐκβάλῃ τὸν ἀφρὸν τοῦ αἱματηροῦ μένους, ἐκ μεταφορᾶς τῶν δαμαζομένων πώλων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1067· [[μεταβάλλω]] εἰς ἀφρόν, ὑετόν... τῇ σφοδροτέρᾳ τῶν ἀνέμων προσβολῇ ἐξαφρίζων εἰς νιφετὸν μεταπήγνυσι Θεοδώρητ. τ. 4, σ. 334· [[ἀφρίζω]], ἡ κακοποιία... τὰ κύματα θραύουσα οὐκ ἐξαφρίζει εἰς θυμὸν ἀκρατῆ Εὐστ. Πονημάτ. 100. 91. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ξαφρίζω]] (AM [[ἐξαφρίζω]]) [[αφρίζω]]<br />[[αφαιρώ]] τον αφρό που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] υγρού που βράζει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφαιρώ]] με δόλο [[ξένα]] πράγματα («ξάφρισε την [[περιουσία]] του συνεταίρου του»)<br /><b>μσν.</b><br />[[αφρίζω]] υπερβολικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε αφρό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[εξαντλώ]], [[χάνω]] [[κάτι]] αφρίζοντας («πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]]», <b>Αισχ.</b> Αγ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
A remove the froth by boiling, τὸ ἐξηφρισμένον [μέλι] despumated, Dsc.2.82.3:—Med., metaph. from a horse, αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος exhaust by foaming, A.Ag.1067.
German (Pape)
[Seite 874] abschäumen; übertr., μένος, abbrausen lassen, Aesch. Ag. 1037.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαφρίζω: βράζω τι ἕως οὗ ἀφρίσῃ καὶ ἀφαιρῶ τὸν ἀφρὸν αὐτοῦ, «’ξαφρίζω», ἔστι μέντοι τὸ ὠμὸν (μέλι) φυσσῶδες... ὅθεν ἐξηφρισμένῳ δεῖ χρῆσθαι Διοσκ. 2. 101: μεταφ., πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος, πρὶν ἐκβάλῃ τὸν ἀφρὸν τοῦ αἱματηροῦ μένους, ἐκ μεταφορᾶς τῶν δαμαζομένων πώλων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1067· μεταβάλλω εἰς ἀφρόν, ὑετόν... τῇ σφοδροτέρᾳ τῶν ἀνέμων προσβολῇ ἐξαφρίζων εἰς νιφετὸν μεταπήγνυσι Θεοδώρητ. τ. 4, σ. 334· ἀφρίζω, ἡ κακοποιία... τὰ κύματα θραύουσα οὐκ ἐξαφρίζει εἰς θυμὸν ἀκρατῆ Εὐστ. Πονημάτ. 100. 91.
Greek Monolingual
και ξαφρίζω (AM ἐξαφρίζω) αφρίζω
αφαιρώ τον αφρό που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρού που βράζει
νεοελλ.
αφαιρώ με δόλο ξένα πράγματα («ξάφρισε την περιουσία του συνεταίρου του»)
μσν.
αφρίζω υπερβολικά
αρχ.
1. μεταβάλλω σε αφρό
2. μέσ. εξαντλώ, χάνω κάτι αφρίζοντας («πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος», Αισχ. Αγ.).