διομαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διομᾰλίζω''': [[διαμένω]] ὁ αὐτὸς [[πάντοτε]], Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207˙ -[[ἐντεῦθεν]] διομᾰλισμός, ὁ, [[ὁμαλότης]], [[σταθερότης]], ὁ αὐτ. Π. 3. 244.
|lstext='''διομᾰλίζω''': [[διαμένω]] ὁ αὐτὸς [[πάντοτε]], Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207˙ -[[ἐντεῦθεν]] διομᾰλισμός, ὁ, [[ὁμαλότης]], [[σταθερότης]], ὁ αὐτ. Π. 3. 244.
}}
{{bailly
|btext=rester le même, être d’une humeur égale.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὁμαλίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομᾰλίζω Medium diacritics: διομαλίζω Low diacritics: διομαλίζω Capitals: ΔΙΟΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: diomalízō Transliteration B: diomalizō Transliteration C: diomalizo Beta Code: diomali/zw

English (LSJ)

pf.

   A διωμάλικα Phld.Po.Herc.1425.34:—maintain a standard, ἀρετὴ διομαλίζουσα Id.Rh.1.264S., cf. Longin.33.4, Plu. Cat.Ma.4, S.E.M.11.207; to be consistent, of observations, ib.5.103.

Greek (Liddell-Scott)

διομᾰλίζω: διαμένω ὁ αὐτὸς πάντοτε, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207˙ -ἐντεῦθεν διομᾰλισμός, ὁ, ὁμαλότης, σταθερότης, ὁ αὐτ. Π. 3. 244.

French (Bailly abrégé)

rester le même, être d’une humeur égale.
Étymologie: διά, ὁμαλίζω.