προεπικόπτω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεπικόπτω''': [[ἐπικόπτω]] (δηλ. [[κόπτω]] τὸ [[ἄκρον]]) πρότερον, προεπικόψας τὰς στήλας Ἐπιγρ. Λεβαδ. Dittenb. 2540, 68 (πρβλ. 145, Michel 589), ἴδε [[ἐπικοπή]]. | |lstext='''προεπικόπτω''': [[ἐπικόπτω]] (δηλ. [[κόπτω]] τὸ [[ἄκρον]]) πρότερον, προεπικόψας τὰς στήλας Ἐπιγρ. Λεβαδ. Dittenb. 2540, 68 (πρβλ. 145, Michel 589), ἴδε [[ἐπικοπή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἐπικόπτω]]<br />[[κόβω]] [[προηγουμένως]] το [[άκρο]]. | |||
}} | }} |