ὀργαίνω: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀργαίνω''': [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[ὀργίζω]] ἐν χρήσει μόνον παρὰ Τραγ., παροργίζω τινά, κινῶ τινα εἰς ὀργήν, εἰς μανίαν [[διεγείρω]], καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 335. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ ὀργίζομαι, ἀλλ’ οὐ γάρ, [[ὥσπερ]] [[εἶπον]], ὀργαίνειν καλὸν γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 552· τινί, [[ἐναντίον]] τινός, Εὐρ. Ἄλκ. 1106· πρβλ. ὀρμαίνω ΙΙ. 2. | |lstext='''ὀργαίνω''': [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[ὀργίζω]] ἐν χρήσει μόνον παρὰ Τραγ., παροργίζω τινά, κινῶ τινα εἰς ὀργήν, εἰς μανίαν [[διεγείρω]], καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 335. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ ὀργίζομαι, ἀλλ’ οὐ γάρ, [[ὥσπερ]] [[εἶπον]], ὀργαίνειν καλὸν γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 552· τινί, [[ἐναντίον]] τινός, Εὐρ. Ἄλκ. 1106· πρβλ. ὀρμαίνω ΙΙ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> [[ὤργανα]] > <i>opt. 2ᵉ sg.</i> ὀργάνειας;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> mettre en colère, irriter;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se mettre en colère, être irrité : τινί, contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
A = ὀργίζω, make angry, enrage, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας S.OT335. II intr., like ὀργίζομαι, grow or be angry, Id.Tr.552 ; τινι with one, E.Alc.1106 ; cf. ὁρμαίνω 11.2.
German (Pape)
[Seite 368] zornig machen, u. allgemeiner, in Leidenschaft versetzen, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, Soph. O. R. 335. – Auch intrans., zornig werden, in Leidenschaft gerathen, Soph. Trach. 549, wie Eur. Alc. 1110, τινί
Greek (Liddell-Scott)
ὀργαίνω: ἕτερος τύπος τοῦ ὀργίζω ἐν χρήσει μόνον παρὰ Τραγ., παροργίζω τινά, κινῶ τινα εἰς ὀργήν, εἰς μανίαν διεγείρω, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 335. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ ὀργίζομαι, ἀλλ’ οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 552· τινί, ἐναντίον τινός, Εὐρ. Ἄλκ. 1106· πρβλ. ὀρμαίνω ΙΙ. 2.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ὤργανα > opt. 2ᵉ sg. ὀργάνειας;
1 tr. mettre en colère, irriter;
2 intr. se mettre en colère, être irrité : τινί, contre qqn.
Étymologie: ὀργή.