προεκλείπω: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_1) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεκλείπω''': [[ἐγκαταλείπω]] πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9. | |lstext='''προεκλείπω''': [[ἐγκαταλείπω]] πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εγκαταλείπω]] [[προηγουμένως]] κάποιον, [[αρνούμαι]] να τον βοηθήσω<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προεκλείπομαι</i><br />(για [[πόλη]]) εγκαταλείπομαι, εκκενώνομαι από τους κατοίκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλείπω]] «[[εγκαταλείπω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A fail to assist, τινα Hp.Ep.10:—Pass., to be evacuated previously, J.AJ17.10.9.
German (Pape)
[Seite 719] vorher verlassen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προεκλείπω: ἐγκαταλείπω πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9.
Greek Monolingual
Α
1. εγκαταλείπω προηγουμένως κάποιον, αρνούμαι να τον βοηθήσω
2. παθ. προεκλείπομαι
(για πόλη) εγκαταλείπομαι, εκκενώνομαι από τους κατοίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκλείπω «εγκαταλείπω»].