ὀροφόω: Difference between revisions
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀροφόω''': [[καλύπτω]] δι’ ὀροφῆς, [[στεγάζω]], Φίλων περὶ τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1· - Παθητ., καλύπτομαι δι’ ὀροφῆς, στεγάζομαι, δοκοῖς Πλούτ. 2. 210D· φατνώμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 2. | |lstext='''ὀροφόω''': [[καλύπτω]] δι’ ὀροφῆς, [[στεγάζω]], Φίλων περὶ τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1· - Παθητ., καλύπτομαι δι’ ὀροφῆς, στεγάζομαι, δοκοῖς Πλούτ. 2. 210D· φατνώμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />couvrir d’un toit.<br />'''Étymologie:''' [[ὄροφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A cover with a roof, IG11(2).199 A104 (Delos, iii B. C.), LXX 3 Ki.7.7: pf. part. ὠροφωκώς Ph.Byz.Mir.1.1 ; form into a roof, τοὺς θυρεοὺς ὑπὲρ τῶν σωμάτων J.BJ6.1.3:—Pass., to be roofed, δοκοῖς Plu.2.210e ; φατνώμασι J.BJ5.5.2.
German (Pape)
[Seite 386] mit einem Dache versehen, bedecken, οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῖς, Plut. apophth. Lac. p. 179.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροφόω: καλύπτω δι’ ὀροφῆς, στεγάζω, Φίλων περὶ τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1· - Παθητ., καλύπτομαι δι’ ὀροφῆς, στεγάζομαι, δοκοῖς Πλούτ. 2. 210D· φατνώμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couvrir d’un toit.
Étymologie: ὄροφος.