διαπαύω: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπαύω''': [[κάμνω]] τι νὰ παύσῃ, τήν ταυτότητα Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 12. - Μέσ., ἀναπαύομαι [[μεταξύ]]…, σταματῶ, [[διακόπτω]], Πλάτ. Συμπ. 191C, Πολ. 336Β. - Παθ., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο, εἶχον διαλυθῆ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 14. | |lstext='''διαπαύω''': [[κάμνω]] τι νὰ παύσῃ, τήν ταυτότητα Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 12. - Μέσ., ἀναπαύομαι [[μεταξύ]]…, σταματῶ, [[διακόπτω]], Πλάτ. Συμπ. 191C, Πολ. 336Β. - Παθ., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο, εἶχον διαλυθῆ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=détruire.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[παύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A bring to an end, conclude, τὸν βίον, i.e. die, prob. in SIG494.4 (Delph., iii B.C.):—Med., rest between times, pause, Pl. Smp.191c, R.336b:—Pass., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο had ceased for the time being, X.HG4.4.14.
German (Pape)
[Seite 594] (s. παύω), dazwischen, wechselsweise ausruhen lassen; Xen. Hipp. 7, 18; D. H. de C. V. 12. – Med., dazwischen ausruhen, Plat. Tim. 78 e Rep. I, 336 b; – pass., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο, die Heere waren aufgelös't, Xen. Hell. 7, 4, 14.
Greek (Liddell-Scott)
διαπαύω: κάμνω τι νὰ παύσῃ, τήν ταυτότητα Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 12. - Μέσ., ἀναπαύομαι μεταξύ…, σταματῶ, διακόπτω, Πλάτ. Συμπ. 191C, Πολ. 336Β. - Παθ., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο, εἶχον διαλυθῆ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 14.