προκαταμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
(6_2)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαταμανθάνω''': [[μανθάνω]] ἢ [[ἐξετάζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383, Δίων Κ. 52. 33, κτλ.
|lstext='''προκαταμανθάνω''': [[μανθάνω]] ἢ [[ἐξετάζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383, Δίων Κ. 52. 33, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[μαθαίνω]] ή [[εξετάζω]] [[κάτι]] ακριβώς εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταμανθάνω]] «[[μαθαίνω]] καλά, [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταμανθάνω Medium diacritics: προκαταμανθάνω Low diacritics: προκαταμανθάνω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: prokatamanthánō Transliteration B: prokatamanthanō Transliteration C: prokatamanthano Beta Code: prokatamanqa/nw

English (LSJ)

   A learn or consider first, -μεμαθηκέναι Antyll. ap. Orib.8.5.1, cf. D.C.52.33.

German (Pape)

[Seite 728] (s. μανθάνω), vorher kennen lernen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταμανθάνω: μανθάνωἐξετάζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383, Δίων Κ. 52. 33, κτλ.

Greek Monolingual

Α
μαθαίνω ή εξετάζω κάτι ακριβώς εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταμανθάνω «μαθαίνω καλά, παρατηρώ, εξετάζω»].