ἐκλαλέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλᾰλέω''': [[λέγω]] ἔξω, ἐκστομίζω, κοινολογῶ, ἃ μὴ χρή ποτε ἐκλαλέεσθαι (ἐκκαλέεσθαι Kühn) ἔξω, σιγήσομαι, ἄρρητα ἡγεύμενος Ἱππ. Ὅρκ. 1. 29 (ἴδε Littré), Δημ. 16. 25· τὸ ἐκλαλοῦν, [[στωμυλία]], [[πολυλογία]], τὸ δ’ ἐκλαλοῦν τοῦθ’ ἡδονῆς μὲν ἅπτεται Εὐρ. Ἀποσπ. 218. | |lstext='''ἐκλᾰλέω''': [[λέγω]] ἔξω, ἐκστομίζω, κοινολογῶ, ἃ μὴ χρή ποτε ἐκλαλέεσθαι (ἐκκαλέεσθαι Kühn) ἔξω, σιγήσομαι, ἄρρητα ἡγεύμενος Ἱππ. Ὅρκ. 1. 29 (ἴδε Littré), Δημ. 16. 25· τὸ ἐκλαλοῦν, [[στωμυλία]], [[πολυλογία]], τὸ δ’ ἐκλαλοῦν τοῦθ’ ἡδονῆς μὲν ἅπτεται Εὐρ. Ἀποσπ. 218. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />bavarder, divulguer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λαλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A blurt out, blab, divulge, D.1.26, Ph.1.64, al., Aen.Gaz.Ep. 7 ; τὸ ἐκλαλοῦν talkativeness, E.Fr.219 :—Pass., Hp.Jusj.1, Lib.Or. 18.213.
German (Pape)
[Seite 766] aussprechen, Dem. 1, 26 u. A., gew. mit einem tadelnden Nebenbegriff, ausplaudern.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλᾰλέω: λέγω ἔξω, ἐκστομίζω, κοινολογῶ, ἃ μὴ χρή ποτε ἐκλαλέεσθαι (ἐκκαλέεσθαι Kühn) ἔξω, σιγήσομαι, ἄρρητα ἡγεύμενος Ἱππ. Ὅρκ. 1. 29 (ἴδε Littré), Δημ. 16. 25· τὸ ἐκλαλοῦν, στωμυλία, πολυλογία, τὸ δ’ ἐκλαλοῦν τοῦθ’ ἡδονῆς μὲν ἅπτεται Εὐρ. Ἀποσπ. 218.