ἀμετάπειστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετάπειστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ [[ὅπως]] μεταβάλῃ γνώμην, [[ἀδυσώπητος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμετάβλητος]], [[σταθερός]], [[συμμαχία]] Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.
|lstext='''ἀμετάπειστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ [[ὅπως]] μεταβάλῃ γνώμην, [[ἀδυσώπητος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμετάβλητος]], [[σταθερός]], [[συμμαχία]] Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut dissuader, inflexible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μεταπείθω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάπειστος Medium diacritics: ἀμετάπειστος Low diacritics: αμετάπειστος Capitals: ΑΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ametápeistos Transliteration B: ametapeistos Transliteration C: ametapeistos Beta Code: a)meta/peistos

English (LSJ)

ον,

   A not to be moved by persuasion, inexorable, Arist.APo.72b3; ἀ. ὑπὸ λόγου Id.Top.130b16; of necessity, Id.Metaph.1015a32. Adv. -τως Epicur.Fr.222, Phld.Herc.1003.    II of things, unchangeable, steadfast, συμμαχία D.S.37.20.

German (Pape)

[Seite 122] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, ἀνάγκη Arist. Metaph. 4, 5; neben ἀμετάτρεπτος Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die v. l. ἀμετάπιστος, wie bei Diod. συμμαχία. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ ὅπως μεταβάλῃ γνώμην, ἀδυσώπητος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετάβλητος, σταθερός, συμμαχία Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut dissuader, inflexible.
Étymologie: ἀ, μεταπείθω.