συνοδεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνοδεύω''': [[ὁδεύω]] [[ὁμοῦ]], συνοδοιπορῶ, [[συμπορεύομαι]], Πλουτ. Πομπ. 40, κτλ.· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 2. 609D, κτλ.· ἐπὶ ἀστέρος, σ. τῷ ἡλίῳ [[αὐτόθι]] 891F, Κλεομήδ., κλπ.· μεταφορ., [[διαμένω]] μετά τινος, «συντροφεύω» τινά, συναναστρέφομαι μετά τινος, τινὶ Ἀπολλ. π. Συντάξ. 54, κτλ.
|lstext='''συνοδεύω''': [[ὁδεύω]] [[ὁμοῦ]], συνοδοιπορῶ, [[συμπορεύομαι]], Πλουτ. Πομπ. 40, κτλ.· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 2. 609D, κτλ.· ἐπὶ ἀστέρος, σ. τῷ ἡλίῳ [[αὐτόθι]] 891F, Κλεομήδ., κλπ.· μεταφορ., [[διαμένω]] μετά τινος, «συντροφεύω» τινά, συναναστρέφομαι μετά τινος, τινὶ Ἀπολλ. π. Συντάξ. 54, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire route avec, τινι;<br /><b>2</b> être en conjonction <i>en parl. du soleil, de la lune et de la terre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύνοδος]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδεύω Medium diacritics: συνοδεύω Low diacritics: συνοδεύω Capitals: ΣΥΝΟΔΕΥΩ
Transliteration A: synodeúō Transliteration B: synodeuō Transliteration C: synodeyo Beta Code: sunodeu/w

English (LSJ)

   A travel in company, Plu.Pomp.40, Charito 2.3, etc.; τινι with one, Act.Ap.9.7, Plu.2.609d, Ach.Tat.7.3.    II Astron., to be in conjunction, σ. τῷ ἡλίῳ Placit.2.29.6, Cleom.1.3, cf. Vett.Val.297.28, etc.    III metaph., have fellowship with, LXX Wi.6.23(25); accompany, "ὦ σ. τῇ κλητικῇ Trypho ap.A.D.Synt.48.19, cf. 89.21; συνοδεῦσαι δεῖ πρὸς ταῦτα αἴσθησίν τε καὶ νοῦν Marcellin.Puls.11.    2 as Pass. or Med., go with, τοῖς λαχάνοις -ευέσθω φύλλα μήκωνος Herod.Med. ap. Orib.Syn.6.32 (v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοδεύω: ὁδεύω ὁμοῦ, συνοδοιπορῶ, συμπορεύομαι, Πλουτ. Πομπ. 40, κτλ.· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 2. 609D, κτλ.· ἐπὶ ἀστέρος, σ. τῷ ἡλίῳ αὐτόθι 891F, Κλεομήδ., κλπ.· μεταφορ., διαμένω μετά τινος, «συντροφεύω» τινά, συναναστρέφομαι μετά τινος, τινὶ Ἀπολλ. π. Συντάξ. 54, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 faire route avec, τινι;
2 être en conjonction en parl. du soleil, de la lune et de la terre.
Étymologie: σύνοδος.