δειελίη: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(6_9) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειελίη''': ἡ, ([[δείελος]]) τροφὴ [[μετὰ]] μεσημβρίαν, «δειλινόν», διάφ. γραφ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 190. | |lstext='''δειελίη''': ἡ, ([[δείελος]]) τροφὴ [[μετὰ]] μεσημβρίαν, «δειλινόν», διάφ. γραφ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 190. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δειελίη]], η (Α)<br />το [[δειλινό]], το βραδινό [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφαλμένη [[γραφή]] [[αντί]] του <i>δείελον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[δείελος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (δείελος)
A f.l. for δείελον, Call.Fr.190.
German (Pape)
[Seite 535] Vesperbrod, Callimach. bei Eustath. Odyss. 17, 599 p. 1832, 62, v. l. δείελον, s. Scholl. Odyss. 17, 599; Buttmann Lexil. 2, 194.
Greek (Liddell-Scott)
δειελίη: ἡ, (δείελος) τροφὴ μετὰ μεσημβρίαν, «δειλινόν», διάφ. γραφ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 190.
Greek Monolingual
δειελίη, η (Α)
το δειλινό, το βραδινό φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί του δείελον (βλ. λ. δείελος)].