κναφικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνᾰφικός''': ἢ γναφ-, ή, όν, = [[κναφευτικός]], Διοσκ. 4. 163, Σουΐδ. | |lstext='''κνᾰφικός''': ἢ γναφ-, ή, όν, = [[κναφευτικός]], Διοσκ. 4. 163, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κναφικός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>βλ.</b> [[γναφικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
later γνᾰφ-, ή, όν,
A = κναφευτικός, Dsc.4.160, Suid. s.v. κνάφος; γνᾰφική (sc. ἐργασία), ἡ, fuller's trade, PLond.2.286 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1459] = κναφευτικός, z. B. κτείς, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κνᾰφικός: ἢ γναφ-, ή, όν, = κναφευτικός, Διοσκ. 4. 163, Σουΐδ.