συνεζευγμένως: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(6_6)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεζευγμένως''': Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συζεύγνυμι]], κατὰ ζεύγη, «ζευγαρωτά», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 305.
|lstext='''συνεζευγμένως''': Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συζεύγνυμι]], κατὰ ζεύγη, «ζευγαρωτά», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 305.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] ζεύγη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συνεζευγμένος</i> του [[συζευγνύω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεζευγμένως Medium diacritics: συνεζευγμένως Low diacritics: συνεζευγμένως Capitals: ΣΥΝΕΖΕΥΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synezeugménōs Transliteration B: synezeugmenōs Transliteration C: synezevgmenos Beta Code: sunezeugme/nws

English (LSJ)

Adv. part. pf. Pass.,

   A by pairs, Sch.Ar.Av.305.

German (Pape)

[Seite 1010] adv. part. perf. pass. von συζεύγνυμι, verbunden, gepaart, Schol. Ar. Av. 305.

Greek (Liddell-Scott)

συνεζευγμένως: Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ συζεύγνυμι, κατὰ ζεύγη, «ζευγαρωτά», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 305.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά ζεύγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεζευγμένος του συζευγνύω + επιρρμ. κατάλ. -ως].