κόρθυς: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόρθῠς''': ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κόρυς]], [[σωρός]], Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, [[δεμάτιον]] θερισμένου σίτου. | |lstext='''κόρθῠς''': ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[κόρυς]], [[σωρός]], Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, [[δεμάτιον]] θερισμένου σίτου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος (ἡ) :<br />tas de blé coupé, meule.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre, malgré <i>skr.</i> śárdha « troupe », <i>got.</i> hairda « troupeau ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
υος, ἡ, lengthd. form of κόρυς,
A heap, Anon. ap. Suid. s.v. κορθύεται, Hsch.; in Theoc.10.46, κόρθυος ἁ τομά the swathe of mowncorn.
German (Pape)
[Seite 1486] υος, ἡ (vgl. κόρυς), von Hesych. σωρός erkl.; nur Theocr. 10, 46, ἐς βορέην ἄνεμον τᾶς κόρθυος ἁ τομὰ βλεπέτω, von den reihenweise nach der Seite des Schnittes hinliegenden Haufen der abgemähten Aehren.
Greek (Liddell-Scott)
κόρθῠς: ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κόρυς, σωρός, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, δεμάτιον θερισμένου σίτου.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
tas de blé coupé, meule.
Étymologie: DELG étym. peu sûre, malgré skr. śárdha « troupe », got. hairda « troupeau ».