ἀποταφρεύω: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποταφρεύω''': [[περιβάλλω]] διὰ τάφρου, ὀχυρώνω, κατὰ τὸ πλεῖστον συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀποσταυρόω]], Ξεν. Ἀν. 6. 5, 1, Ἑλλ. 5. 4, 38, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 58. | |lstext='''ἀποταφρεύω''': [[περιβάλλω]] διὰ τάφρου, ὀχυρώνω, κατὰ τὸ πλεῖστον συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀποσταυρόω]], Ξεν. Ἀν. 6. 5, 1, Ἑλλ. 5. 4, 38, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 58. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire un retranchement au moyen d’un fossé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ταφρεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A fence off with a ditch, X.An.6.5.1, HG5.4.38; for defence or offence, D.H.2.37, 3.41.
German (Pape)
[Seite 329] durch einen Graben befestigen, Xen. An. 6, 5, 1 Hell. 5, 4, 38 u. Sp., wie Dion. Hal. 9, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποταφρεύω: περιβάλλω διὰ τάφρου, ὀχυρώνω, κατὰ τὸ πλεῖστον συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἀποσταυρόω, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 1, Ἑλλ. 5. 4, 38, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 58.
French (Bailly abrégé)
faire un retranchement au moyen d’un fossé.
Étymologie: ἀπό, ταφρεύω.