πήχυιος: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(6_4) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πήχυιος''': -α, -ον, = [[πηχυαῖος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1207· π. [[χρόνος]] (πρβλ. τὴν Ἀγγλ. φράσιν «but a span») Μίμνερμ. 2· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 494. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = [[τροπωτήρ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 379, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 671. 8. | |lstext='''πήχυιος''': -α, -ον, = [[πηχυαῖος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1207· π. [[χρόνος]] (πρβλ. τὴν Ἀγγλ. φράσιν «but a span») Μίμνερμ. 2· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 494. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = [[τροπωτήρ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 379, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 671. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-υία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πηχυαίος]], με [[μήκος]] ή ύψος ενός πήχυ («[[πήχυιος]] [[βόθρος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για χρόνο) [[λίγος]], [[μικρός]] («[[πήχυιος]] [[χρόνος]]» — [[ελάχιστος]] [[χρόνος]], Μίμν.)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) <i>πήχυιον</i><br />σε [[απόσταση]] ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα» — [[κουπιά]] που εξέχουν σε [[απόσταση]] ενός [[πήχη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῆχυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = πηχυαῖος, βόθρος A.R.3.1207 ; π. χρόνος 'but a span', Mimn.2.3 ; ἐρετμὰ πήχυιον προὔχοντα projecting for the space of a cubit, A.R.1.379 (wrongly expld. as = τροπωτήρ by EM671.8).
German (Pape)
[Seite 612] auch πήχυος, = Vorigem; πήχυιος χρόνος, von einer kurzen Zeit, »eine Spanne Zeit« sagen wir, Mimn. frg. 2; nicht πηχύϊος, s. Lob. Phryn. p. 494.
Greek (Liddell-Scott)
πήχυιος: -α, -ον, = πηχυαῖος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1207· π. χρόνος (πρβλ. τὴν Ἀγγλ. φράσιν «but a span») Μίμνερμ. 2· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 494. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = τροπωτήρ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 379, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 671. 8.
Greek Monolingual
-υία, -ον, Α
1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.)
2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρός («πήχυιος χρόνος» — ελάχιστος χρόνος, Μίμν.)
3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιον
σε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα» — κουπιά που εξέχουν σε απόσταση ενός πήχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -ιος].