λιτανεύω: Difference between revisions
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐτᾰνεύω''': μέλλ. -σω, ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις τὸ λ διπλασιάζεται παρ’ Ὁμ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, [[ἐλλιτάνευε]], ἐλλιτάνευσα· ([[λίτομαι]]). Συνώνυμ. τῷ [[λίσσομαι]], [[ἱκετεύω]], παρακαλῶ, [[μάλιστα]] ζητῶν προστασίαν, Ὅμ., κλ. ― Συντάσσεται ὡς τὸ [[λίσσομαι]], [[ἤτοι]] ἀπολ., Ὀδ. Η. 145· ἢ μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Ι. 581, κτλ.· τὸ δὲ περὶ οὗ ἱκετεύει τις κατὰ γενικήν, γούνων λιτανεύειν Ὀδ. Κ. 481· ἀνθ’ οὗ ἐν Ἰλ. Ω. 357 ὑπάρχει: ἀλλ’ ἄγε, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρεμ., Ψ. 196· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡσ. Θ. 469, Πίνδ., κλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. ἐπιθ., πολλὰ λ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 57· ― σπάν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 7 καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 26, Πλάτ. Πολ. 388Β· λ. τὸ [[θεῖον]] Στράβ. 713· τοὺς θεοὺς εὐχαῖς Διον. Ἁλ. 4. 76. | |lstext='''λῐτᾰνεύω''': μέλλ. -σω, ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις τὸ λ διπλασιάζεται παρ’ Ὁμ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, [[ἐλλιτάνευε]], ἐλλιτάνευσα· ([[λίτομαι]]). Συνώνυμ. τῷ [[λίσσομαι]], [[ἱκετεύω]], παρακαλῶ, [[μάλιστα]] ζητῶν προστασίαν, Ὅμ., κλ. ― Συντάσσεται ὡς τὸ [[λίσσομαι]], [[ἤτοι]] ἀπολ., Ὀδ. Η. 145· ἢ μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Ι. 581, κτλ.· τὸ δὲ περὶ οὗ ἱκετεύει τις κατὰ γενικήν, γούνων λιτανεύειν Ὀδ. Κ. 481· ἀνθ’ οὗ ἐν Ἰλ. Ω. 357 ὑπάρχει: ἀλλ’ ἄγε, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρεμ., Ψ. 196· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡσ. Θ. 469, Πίνδ., κλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. ἐπιθ., πολλὰ λ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 57· ― σπάν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 7 καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 26, Πλάτ. Πολ. 388Β· λ. τὸ [[θεῖον]] Στράβ. 713· τοὺς θεοὺς εὐχαῖς Διον. Ἁλ. 4. 76. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=invoquer par des prières, prier, supplier : τινά qqn ; πολλὰ [[γούνων]] λιτανεύειν OD adresser des prières répétées à qqn en tenant ses genoux embrassés.<br />'''Étymologie:''' [[λίτανος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
in Hom. with λλ in augm. tenses, ἐλλιτάνευε, ἐλλιτάνευσα: (λιτανός): —
A pray, entreat, πάντας δ' ἐλλιτάνευε (v.l. δὲ λ.) Il.15.422:— Constr. same as λίσσομαι, either abs., Od.7.145: or c. acc. pers., Il. l. c., 9.581, etc.; that by which one prays in gen., γούνων ἐλλιτάνευσα Od.10.481; for which in Il.24.357 we have ἀλλ' ἄγε, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Ep. for -ωμεν); also c. inf., 23.196: c. acc. pers. et inf., Hes.Th.469, Pi.N.8.8, etc.: c. Adj. neut., πολλὰ λ. τινά ib.5.32: rare in Att. Poets, Men.49 (dub. l.), and in Prose, X.HG2.4.26, Pl. R.388b, LXXPs.44(45).12; λ. τὸ θεῖον Str.15.1.60; τοὺς θεοὺς εὐχαῖς D.H.4.76.
Greek (Liddell-Scott)
λῐτᾰνεύω: μέλλ. -σω, ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις τὸ λ διπλασιάζεται παρ’ Ὁμ. χάριν τοῦ μέτρου, ἐλλιτάνευε, ἐλλιτάνευσα· (λίτομαι). Συνώνυμ. τῷ λίσσομαι, ἱκετεύω, παρακαλῶ, μάλιστα ζητῶν προστασίαν, Ὅμ., κλ. ― Συντάσσεται ὡς τὸ λίσσομαι, ἤτοι ἀπολ., Ὀδ. Η. 145· ἢ μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Ι. 581, κτλ.· τὸ δὲ περὶ οὗ ἱκετεύει τις κατὰ γενικήν, γούνων λιτανεύειν Ὀδ. Κ. 481· ἀνθ’ οὗ ἐν Ἰλ. Ω. 357 ὑπάρχει: ἀλλ’ ἄγε, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμ., Ψ. 196· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡσ. Θ. 469, Πίνδ., κλ.· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἐπιθ., πολλὰ λ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 57· ― σπάν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 7 καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 26, Πλάτ. Πολ. 388Β· λ. τὸ θεῖον Στράβ. 713· τοὺς θεοὺς εὐχαῖς Διον. Ἁλ. 4. 76.
French (Bailly abrégé)
invoquer par des prières, prier, supplier : τινά qqn ; πολλὰ γούνων λιτανεύειν OD adresser des prières répétées à qqn en tenant ses genoux embrassés.
Étymologie: λίτανος.