ἐγκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαταλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[καταλαμβάνω]] ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 4. 116, πρβλ. 3. 33· ἐγκ. τινὰ ὅρκοις, [[περιορίζω]], [[ἐξαναγκάζω]] δι’ ὅρκων, ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτὸν Αἰσχίν. 62. 17: ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 34.
|lstext='''ἐγκαταλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[καταλαμβάνω]] ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 4. 116, πρβλ. 3. 33· ἐγκ. τινὰ ὅρκοις, [[περιορίζω]], [[ἐξαναγκάζω]] δι’ ὅρκων, ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτὸν Αἰσχίν. 62. 17: ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 34.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐγκαταλήψομαι;<br /><b>1</b> prendre dans, surprendre dans;<br /><b>2</b> enfermer, cerner ; <i>fig.</i> THC obliger, astreindre qqn par des serments.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καταλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταλαμβάνω Medium diacritics: ἐγκαταλαμβάνω Low diacritics: εγκαταλαμβάνω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: enkatalambánō Transliteration B: enkatalambanō Transliteration C: egkatalamvano Beta Code: e)gkatalamba/nw

English (LSJ)

   A catch in a place, hem in, Th.4.116; ἐ. τινὰ ὅρκοις trammel by oaths, ib.19; ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτόν Aeschin.3.60:— Pass., Th.3.33, Arist.Pr.926b31.    II follow in immediate succession, παννυχὶς ἐ. ἑορτήν Aristid.Or.47(23).6, cf.26(14).84; attack immediately after, ἡ ἐπὶ τῷ ἐμέτῳ ἀσιτία [τινὰ] ἐ. Id.47(23).60.

German (Pape)

[Seite 705] (s. λαμβάνω), darin fassen, einschließen; Thuc. 4, 116; ὅρκοις 4, 19, dadurch fesseln; von Heeren, abschneiden, umzingeln, Thuc. 5, 3; – bes. pass., 3, 33 u. oft; πολλοὶ ἐγκατελήφθησαν, in der eroberten Stadt, Aesch. 2, 15; auch ἐὰν αὐτὸς ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην, 3, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 4. 116, πρβλ. 3. 33· ἐγκ. τινὰ ὅρκοις, περιορίζω, ἐξαναγκάζω δι’ ὅρκων, ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτὸν Αἰσχίν. 62. 17: ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 34.

French (Bailly abrégé)

f. ἐγκαταλήψομαι;
1 prendre dans, surprendre dans;
2 enfermer, cerner ; fig. THC obliger, astreindre qqn par des serments.
Étymologie: ἐν, καταλαμβάνω.