καταῦθι: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταῦθι''': ἐσφ. ἀντὶ τοῦ κατ᾿ [[αὖθι]] (ἡ δὲ κατ᾿ ἀνήκει εἰς τὸ [[ῥῆμα]], [[ὅπερ]] ἢ προηγεῖται ἢ ἕπεται), Ὀδ. Κ. 567., Φ. 55· πρβλ. καὶ [[καταυτόθι]].
|lstext='''καταῦθι''': ἐσφ. ἀντὶ τοῦ κατ᾿ [[αὖθι]] (ἡ δὲ κατ᾿ ἀνήκει εἰς τὸ [[ῥῆμα]], [[ὅπερ]] ἢ προηγεῖται ἢ ἕπεται), Ὀδ. Κ. 567., Φ. 55· πρβλ. καὶ [[καταυτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ou mieux</i> κατ’ [[αὖθι]];<br />là-même.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αὖθι]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταῦθι Medium diacritics: καταῦθι Low diacritics: καταύθι Capitals: ΚΑΤΑΥΘΙ
Transliteration A: kataûthi Transliteration B: katauthi Transliteration C: kataythi Beta Code: katau=qi

English (LSJ)

Adv.

   A again, once more, A.R.1.1079, 2.528; in Od.10.567, 21.55 κατ' belongs to the Verb.

German (Pape)

[Seite 1387] richtiger getrennt κατ' αὖθι, Od. 10, 567. 21, 55 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

καταῦθι: ἐσφ. ἀντὶ τοῦ κατ᾿ αὖθι (ἡ δὲ κατ᾿ ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα, ὅπερ ἢ προηγεῖται ἢ ἕπεται), Ὀδ. Κ. 567., Φ. 55· πρβλ. καὶ καταυτόθι.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κατ’ αὖθι;
là-même.
Étymologie: κατά, αὖθι.