ἔρεγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6_21)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔρεγμα''': τό, ([[ἐρείκω]]), = [[ἔριγμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12.
|lstext='''ἔρεγμα''': τό, ([[ἐρείκω]]), = [[ἔριγμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔρεγμα]] και [[ἔριγμα]], τὸ (Α)<br />τριμμένοι δημητριακοί καρποί, χοντροκοπανισμένα όσπρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερείκω]] «[[σχίζω]], [[συντρίβω]]», με ανερμήνευτο το -<i>ε</i>- ([[αντί]] -<i>ει</i>-, <i>έρειγμα</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρεγμα Medium diacritics: ἔρεγμα Low diacritics: έρεγμα Capitals: ΕΡΕΓΜΑ
Transliteration A: éregma Transliteration B: eregma Transliteration C: eregma Beta Code: e)/regma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bruised corn, Thphr.CP4.12.12 (pl.) ; φακῶν ἐρέγματα Erot.

German (Pape)

[Seite 1023] τό (ἐρείκω), im plur., Theophr., geschrotene Hülfenfrüchte.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρεγμα: τό, (ἐρείκω), = ἔριγμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12.

Greek Monolingual

ἔρεγμα και ἔριγμα, τὸ (Α)
τριμμένοι δημητριακοί καρποί, χοντροκοπανισμένα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το -ε- (αντί -ει-, έρειγμα)].